Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Συμβολή στην ιστορία της Δράμας στις αρχές του 13ου αιώνα

Τα Βυζαντινά τείχη της Δράμας

του ΣΩΤΗΡΙΟΥ Κ. ΚΙΣΣΑ 


 Η ιστορία της Δράμας στη μεσαιωνική, αλλά και στη νεότερη περίοδο, είναι, μπορούμε να πούμε, σχεδόν ανεξερεύνητη. 
Δεν υπάρχει ούτε καν μια συστηματική παρουσίαση των λιγοστών, εξάλλου, ιστορικών πηγών 1. 
Στη σύντομη αυτή ανακοίνωση θα παρουσιάσουμε, σχολιάζοντάς την, μία απόφαση του συνοδικού δικαστηρίου της αρχιεπισκοπής Αχρίδας των αρχών του 13ου αιώνα, που συνιστά σημαντική ιστορική πηγή για την πόλη και την περιοχή της.

Το περιεχόμενο του εγγράφου, που είναι δημοσιευμένο εδώ και εκατό σχεδόν χρόνια, είναι το ακόλουθο: 

Παρουσιάστηκε στο συνοδικό δικαστήριο της αρχιεπισκοπής ο Κωνσταντίνος Πασπαλάς, διάκονος και χαρτοφύλακας της καθολικής εκκλησίας, που ήταν μέσα στο κάστρο της Δράμας και αποκαλούνταν των Ρωμαίων και τρέμοντας από συγκίνηση διηγήθηκε την εξής ιστορία.
 Όταν ανέλαβε τη διοίκηση της περιοχής, είπε ο Πασπαλάς, ο στρατιώτης Γεώργιος Κίνναμος, δεν επέδειξε τις αρετές που άρμοζαν στο αξίωμά του, αλλά τουναντίον ελαττώματα που φανέρωναν κακότροπο και σκαιό χαρακτήρα.

Η πλεονεξία του τον οδήγησε στη δημιουργία ψευδών κατηγοριών εναντίον πολλών Δραμηνών, σε συλλήψεις και στην επιβολή καταβολής χρηματικών δόσεων.

 Στον Πασπαλα ο Κίνναμος δείχθηκε ιδιαίτερα σκληρός, υποβάλλοντάς τον σε διάφορα σωματικά βασανιστήρια. Μια φορά τον κρέμασε με το κεφάλι κάτω από ένα δέντρο και τον μαστίγωσε σκληρά. Μία άλλη του εφάρμοσε επικίνδυνη χειρολαβή, στρίβοντάς του τα χέρια πίσω από την πλάτη του. 

Η λαβή ήταν φοβερή και του άφησε σωματική αναπηρία. Το αριστερό του χέρι έμεινε «ανενέργητον», εξαιτίας της κάκωσης των νεύρων. 
Αυτή, η ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά, οφείλονταν στον ακόλουθο συγκεκριμένο λόγο. 
Ο Πασπαλάς είχε ένα μεγάλο, γερό και καρποφόρο αμπέλι. 
Ο Κίνναμος το είχε βάλει στο μάτι και «εκ πολλού εμηχανάτο αυτόν (δηλαδή τον αμπελώνα) ιδιώσασθαι», που σημαίνει «από παλιά προσπαθούσε να βρει τρόπο να το οικειοποιηθεί».

Έτσι, λοιπόν, ενώ του είχε δεμένα τα πόδια, ενώ οι χειροπέδες του πίεζαν ασφυκτικά τα χέρια και ενώ κουβαλούσαν και άλλα διάφορα σύνεργα βασανισμού, ζήτησε από τον Πασπαλα να του πουλήσει το αμπέλι. 
Αυτός ξεχνώντας όχι μόνο το αμπέλι, αλλά και τα ίδια τα προσφιλή του πρόσωπα, μπροστά στον κίνδυνο του θανάτου συμφώνησε στο πούλημα του αμπελιού, εξαρτώντας μάλιστα την τιμή του από τη γλώσσα του βασανιστή του. 

Η αξία του αμπελιού ορίστηκε στα είκοσι υπέρπυρα, υπογράφηκε άπό τον Πασπαλά το ήδη ετοιμασμένο πρατήριο έγγραφο και ακολούθησε η απελευθέρωσή του. 
Ο Κίνναμος όχι μόνο δεν έδωσε στον Πασπαλά τα είκοσι υπέρπυρα, αλλ’ ούτε και τη διαφορά που προέκυπτε μετά από την αφαίρεση της οφειλής του Πασπαλά προς το δημόσιο.
 Εκείνη είχε ήδη κατασχεθεί από τους άνδρες του Κίνναμου. 
Ύστερα από όλα αυτά ο Πασπαλάς ζητούσε να μάθει από το δικαστήριο εάν το πρατήριο έγγραφο που υπέγραψε όντας δεμένος ήταν ισχυρό. Το συνοδικό δικαστήριο, με επικεφαλής τον εξαίρετο νομομαθή αρχιεπίσκοπο Δημήτριο Χωματιανό, πήρε την απόφαση, προσφεύγοντας στη σχετική νομοθεσία, ότι το πρατήριο έγγραφο ήταν άκυρο ως προιόν βίας και ότι το αμπέλι έπρεπε να επιστραφεί στον Πασπαλά 2.

Ας δούμε πρώτα το χρόνο μέσα στον όποιο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα αυτά. 
Ο ακριβής χρόνος απελευθέρωσης της Δράμας από τους λατίνους δεν είναι γνωστός.
 Το βέβαιο είναι ότι οι Σέρρες απελευθερώθηκαν στα τέλη του 1221 3

Ίσως η απελευθέρωσή της Δράμας πρέπει να τοποθετηθεί μετά την αποτυχημένη εκστρατεία των Λατίνων προς τη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1224 και πριν άπό την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης (τέλη του 1224), όταν καταλήφθηκε και η Χριστούπολη 4

Ο Κίνναμος διορίστηκε επίτροπος της Δράμας με βασιλικό ορισμό. Αυτό μας οδηγεί σε χρονολόγηση των γεγονότων ανάμεσα στα 1225 και το Μάρτιο του 1230, περίοδο κατά την οποία ο Θεόδωρος Κομνηνοδούκας είχε τον τίτλο του βασιλέως 5.

Τη θέση της Δράμας και της περιοχής της στο διοικητικό πλαίσιο της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης ορίζει ο όρος «χώρα της Δράμας», που αναφέρεται στο έγγραφο.

Ο διοικητής της περιοχής ονομάζεται επίτροπος. Είναι βέβαιο ότι ο όρος «χώρα» ταυτίζεται με τον όρο «θέμα» και ο όρος «επίτροπος» με τον όρο «δούξ» 6

Ο οικισμός της Δράμας χαρακτηρίζεται ως κάστρο.

 Άπό το περιεχόμενο του εγγράφου βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Γεώργιος Κίνναμος συγκέντρωνε στα χέρια του όλες τις έξουσίες, στρατιωτικές και πολιτικές.
 Ήταν στρατιωτικός διοικητής, δικαστής και πράκτωρ, υπεύθυνος δηλαδή για τη συλλογή των κρατικών φόρων.
 'Η λογοτεχνική διάθεση του συντάκτη του εγγράφου, του ίδιου του Χωματιανού, μας χαρίζει ένα ευχάριστο στην ανάγνωσή του κείμενο, στερημένο ωστόσο από τη χρήσιμη τεχνική ορολογία των διοικητικών εγγράφων.
'Ο Κίνναμος ως επίτροπος δεν περιορίστηκε στην αυστηρή έστω εκτέλεση των καθηκόντων του, αλλά φρόντισε, υπερβαίνοντας τα, να πλουτίσει. Στο έγγραφο αποκαλείται στρατιώτης και τούτο θεωρείται αρκετό από τους μελετητές για να χαρακτηρισθεί προνοιάριος, κάτοχος δηλαδή κρατικής γης έναντι προσφοράς στρατιωτικών υπηρεσιών . 

Αν εννοήσαμε σωστά την έκφραση «εκ πολλού», με χρονική δηλαδή σημασία, τούτο θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη για εντοπιότητα του Κίνναμου.

Ας δούμε τώρα τι σημαίνει η ύπαρξη χαρτοφύλακα στη Δράμα ανάμεσα στα έτη 1225 και 1230. 

Ο χαρτοφύλακας είναι το τέταρτο τη τάξει πρόσωπο στην κεντρική εκκλησιαστική διοικητική ιεραρχία . 
Το ίδιο ισχύει και για την επαρχιακή διοίκηση, τις επισκοπές δηλαδή και μητροπόλεις . 
Μπορεί η παρουσία του χαρτοφύλακα να ερμηνευτεί με την ύπαρξη επισκοπής στην πόλη στην ίδια περίοδο; 

Η διατύπωση του εγγράφου «Κωνσταντίνος ο ευλαβέστατος διάκονος και χαρτοφύλαξ της εν τω κάστρω τη Δράμα καθολικής εκκλησίας της επιλεγομένης των Ρωμαίων, ω το έπωνύμιον Πασπαλάς»
 αφήνει δικαιολογημένα ερωτηματικά. 

Γιατί δεν αναφέρεται το όνομα της έπισκοπής, αν υπήρχε στη Δράμα επισκοπή αυτή την περίοδο; 

Το γεγονός ότι η Δράμα εμφανίζεται για πρώτη φορά ως αρχιεπισκοπή στα χρόνια του Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου (1259-1282), εξαρτημένη από τη μητρόπολη Φιλίππων, οδηγεί στη σκέψη μήπως έχουν συμβεί κάποιες αλλαγές στην εκκλησιαστική διοίκηση της περιοχής στα χρόνια του Θεόδωρου Κομνηνοδούκα (1225-1230) , που απλά επικυρώθηκαν αργότερα.

 Γενικά μέσα από τις επισκοπικές Notitiae διαφαίνεται μία προσπάθεια μη αποδοχής των δεδομένων από την πλευρά της Μητρόπολης Φιλίππων, που έβλεπε τη Δράμα ως πρωτοπαπαδίκιο, καθεστώς βεβαιωμένο από τις πηγές. 

Τελικά, νομίζω, ότι την ύπαρξη χαρτοφύλακα στη Δράμα πρέπει να την ερμηνεύσουμε μέσα από τις σχέσεις Φιλίππων και Δράμας και την αξίωση που προέβαλε η δεύτερη πόλη για εκκλησιαστική χειραφέτηση.

 Οι Φίλιπποι είχαν πίσω τους λαμπρή ιστορία και παράδοση, η Δράμα προβαλόταν ως στρατηγικό και οικονομικό κέντρο. 

Ο χαρτοφύλακας Πασπαλάς ήταν Δραμηνός η και ξενομερίτης, που ζούσε για αρκετό καιρό στη Δράμα. Το επώνυμο είναι γνωστό και από άλλες πηγές 12.
'Ο όρος «καθολική έκκλησία» έχει πολλές σημασίες 13. Σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπως για παράδειγμα η Θεσσαλονίκη, υπάρχουν περισσότερες από μία καθολικές έκκλησίες 14. 

Στην περίπτωση όμως οικισμού του μεγέθους της Δράμας σημαίνει τον κοινό η επισκοπικό ναό, σε αντίθεση με τους ενοριακούς η τυχόν ιδιωτικούς. 

Ποιά όμως εκκλησία της βυζαντινής Δράμας ήταν καθολική; 

Πρέπει να πούμε ότι λόγω αφιέρωσης η 'Αγία Σοφία παρουσιάζει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να ταυτιστεί με την ανώνυμη καθολική εκκλησία που αναφέρεται στο έγγραφο. Προς την κατεύθυνση αυτή μας οδηγεί το γενικό δεδομένο ότι όλες σχεδόν οι γνωστές εκκλησίες της 'Αγίας Σοφίας ήταν επισκοπικές 15 και ότι στην περίπτωση της 'Αγίας Σοφίας της Δράμας το αρχιτεκτονικό πρότυπο ήταν η ομώνυμη εκκλησία της Θεσσαλονίκης. 'Η πληροφορία για την καθολική εκκλησία της Δράμας περιέχει το πολύ σημαντικό στοιχείο ότι επιλεγόταν «των Ρωμαίων». Το σημαντικό βρίσκεται στη διάκρισή της από κάποια άλλη παλαιότερη η νεότερή της εκκλησία, που η ίδρυσή της οφείλονταν η σε άλλη εθνότητα η σε άλλο δόγμα. Στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει να δεχθούμε την ύπαρξη στη Δράμα μιας εκκλησίας «της επιλεγομένης» για παράδειγμα «των Βουλγάρων» η «των Ίβήρων» κτλ.

Η γένεση του χαρακτηρισμού διάκρισης, που είναι μάλλον λαικός, στην περίπτωση ύπαρξης βουλγαρικής εκκλησίας πρέπει να συνδεθεί με βουλγαρική κατάκτηση της περιοχής, κάτι που δεν βρίσκει στήριγμα στις πηγές 16. 

Είναι επίσης δυνατόν να υπήρχε στην πόλη εκκλησία κτισμένη από Ίβηρες η εκπροσώπους οποιουδήποτε γένους στην υπηρεσία των Ρωμαίων, που είχε εγκατασταθεί στην περιοχή 17. 
Από την άλλη πλευρά υπάρχει η δυνατότητα η επονομασία των Ρωμαίων να οφείλεται σε κάποια εντελώς πρόσφατη εκκλησία «των Λατίνων» η «των Φράγκων», που κτίστηκε στα χρόνια της εικοσάχρονης λατινοκρατίας στην πόλη 18

Τα δεδομένα, ιστορικά και αρχαιολογικά, δεν μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε περισσότερο. Ίσως νεότερα στοιχεία βοηθήσουν στη λύση του προβλήματος που θέτει η συνοδική απόφαση του αρχιεπισκοπικού δικαστηρίου της Αχρίδας.

Πρέπει, τέλος, να τονισθεί η αξία της απόφασης του συνοδικού δικαστηρίου της αρχιεπισκοπής Αχρίδας για την οικονομική ιστορία της Δράμας και της περιοχής της στις άρχές του 13ου αιώνα. 

Η καλλιέργεια του αμπελιού ήταν η πιο αποδοτική. 

Για το λόγο αυτό ο άπληστος Κίνναμος προσπάθησε με κάθε τρόπο να πάρει το αμπέλι του Πασπαλά. Η απουσία στοιχείων για την έκτασή του, και για το ύψος της φορολογίας δεν βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την πραγματική αξία της γης.


Ποτέ δεν θα μάθουμε εάν ο Πασπαλάς ανέκτησε το αμπέλι του. Είμαστε τυχεροί που η πέννα του Χωματιανού μας μετέφερε, έστω και παραλλαγμένη, την περιπέτειά του, την οποία τόσο δραματικά ανέπτυξε ο ίδιος μπροστά στο συνοδικό δικαστήριο της Αχρίδας.


ΥΠΟΜΝΗΜΑ

1 P. Lemerle, Philippes et la Macédoine Orientale à l’époque chrétienne et byzantine, Παρίσι 1945, με σποραδικές πληροφορίες γιά τή Δράμα.

2 J.-B. Pitra, Analecta sacra et classica Spicilegio Solesmensi parata, VI, Παρίσι-Ρώμη 1891, col. 413- 416.

3 D. Nicol, The Despotate of Epirus, Όξφόρδη 1957, σ. 73, σημ. 28 [έλληνική μετάφραση: Π. Λεύκα, Τό δεσποτάτον τής Ηπείρου, ’Ανάχυπον έκ της «Ηπειρωτικής Εστίας», Ιωάννινα 1974, σ. 54, 60 σημ. 28]• Β. Ferjancic, Despoti u Vizantiji i juznoslovesnkim zemljama, Βελιγράδι 1960, σ. 57.

4 'H άνάκτηση τής Χριστούπολης εγινε στά τέλη του 1224, ϊσως πρίν άπό αύτή τής Θεσσαλονίκης. Βλ. ‘Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, «Συμβολή στό ζήτημα τής άναγόρευσης τοΰ Θεοδώρου Δούκα», Αφιέρωμα στόν Εμμανουήλ Κριαρά, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 48.

5 Γιά τό χρόνο άναγόρευσης καί στέψης του Θεοδώρου Κομνηνοδούκα ώς αύτοκράτορα βλ. L. Stiernon, «Les origines du despotate d’Epire, la date du couronnement de Theodore Doukas», Actes du XIIe Congrès International d'Études Byzantines, II, Βελιγράδι, 1964, σ. 197-202• A, Karpozilos, «The Date of Coronation of Theodoros Doukas Angelos», Βυζαντινά, 6(1974) 253-261• Έ. Βέη-Σεφερλή, «Ό χρόνος τής στέψεως του Θεοδώρου ΚομνηνοΟ», Byzantinisch-Neugriechische Jahrbücher, 21 (1971-76) 272-279' ’Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, δ.π., σ. 39-62' Κ. Λαμπρόπουλος, «Ό χρόνος στέψης τοΰ ήγεμόνα τής 'Ηπείρου Θεοδώρου A ' Κομνηνοΰ», Ηπειρωτικά Χρονικά, 29 (1988-89) 133-144.

6 D. Angelov, «Κ voprosu ο praviteljah fern ν Epirskom despotate i Nikejskoj imperii», Byzantinoslavica, 12(1951) 58-59.

7 D Angelov, «Prinos käm narodnostite i pozemelni otnoäenija v Makedonija (Epirskija despotatprez pärvata cetvärt na XIII vek», Izvestija na Kamarata na narodnata kultura) IV/3 (1947) 31-32, 36' GOstrogorskiPronijaPrilog istoriji feodalizma u Vizantiji i juznoslovenskim zemljama, Βελιγράδι 1951, σ. 58-59 [O vizantijskom feodalizmuSabrana delà Georgija Ostrogorskog, IΒελιγράδι 1969, σ. 198]· AJamersonThe Responsa and Leiters of Demetrios ChomatianosArchbishop of Achrida and Bul­garie, DissHarvard 1957, σ. 268-270.

Γιά τόν τίτλο τοϋ χαρτοφύλακα βλ. Jvon ZhishmanDie Synoden und die Episkpal-Amter in der morgenländischen Kirche, Βιέννη 1867, σ. 109-126· EBeurlier«Le chartophylax de la Grande Eglise de Constantinople», Compte Rendu du ΙΙΓ Gongrès scientifique international catholique, Βρυξέλλες 1895, σ. 252-266· Xp. Δημητρίου, Περί τοϋ χαρτοφύλακος τής έν Κωνσταντι νουπόλει Μεγάλης τοϋ Χριστού Εκκλησίας, Άθήναι 1924.
Γιά τούς άξιωματούχους στήν έπαρχιακή έκκλησιαστική διοίκηση βλ. J. von Zhishman, δ.π., σ. 180- 197· E. Herman, «Die kirchlischen Einkünfte des byzantinischen Niederklerus», Orientalia Christiana Periodica 8 (1942) 396-397· J. Darrouzès, Recherches sur les Όφφίκια de l’Eglise byzantine, Παρίσι 1970, σ117-120. Βλ. τή σπάνια περίπτωση ύπαρξης χαρτοφύλακα σέ οικισμό πού δέν ήταν έδρα έπισκοπής στόν J.-B. Pitra, δ.π., col. 71 (Χαρτοφύλαξ Πριλάπου).

10 J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Παρίσι 1981, σ. 171, 386, No 187.


11 J. Darrouzès, δ.π., σ. 418, No 31: «καί ό Δράμας, δς ούκ ήν έπίσκοπος, άλλ ’ ώς λέγουσι πρωτοπαπάς ήν τοϋ Φιλίππων έν τή Δράμα».

12 Η. Moritz, «Die Zunamen bei den byzantinischen Historikern und Chronisten», II, Programm des K. Humanistischen Gymnasiums in Landshut für das Schuljahr 1897/98, σ. 30 (ό μυλωνάς άπό τό πασπάλη)• άντίθετα ό Φ. Κουκουλές, «Βυζαντινά τινα παρωνύμια», Βυζαντινών Βίος καί Πολιτισμός, τ. 6, Άθήναι 1955, σ. 495 (άπό τό φαγητό πασπαλάς). Γιά τό έπώνυμο στά ύστεροβυζανηνά χρόνια: Prosopogra- phisches Lexikon der Palaiologenzeit, 9. Faszikel, Βιέννη 1989, No 21993-21994.

I3 J. von Zhishman, Das Stifterrecht (Τό Κτητορικόν δίκαιον) in der Morgenländischen Kirche, Βιέννη 1888, σ. 15' W. E. Crum, «A Use of the Term «Catholic Church»», Proccedings ofthe Society ofBiblical Archaeology,7 (1905) 171-172• A. Steinwenter, «Die Rechtsstellung der Kirchen und Klöster nach den Papyri», Zeitschrift der Savigny-Stiftung für Rechtgeschichte 50, Kanonistiche Abteilung 19 (1930) 30' A. Grabar, «Cathédrales multiples et groupements d’église en Russie», Revue des Études Slaves 20 (1942) 102-105• E. R. Hardy, «A Fragment of the Works of the Abbot Isaias», Annuaire de l’institut de Philologie et d’Histoire Orientales et Slaves,7 (1939-1944) 127-140' E. Wipszycka, Les ressources et les activités économiques des églises en Egypte du IVe au VIIIe siècle, Βρυξέλλες 1972, σ. 25-27.

14 I. Τσάρας, «Ό τέταρτος καθολικός ναός τής Θεσσαλονίκης στό Χρονικό τοΰ Ιωάννη Αναγνώστη», Βυζαντινά,5(1973) 167-185.

15 Βλ. πρόχειρα Σ. Κ. Κίσσας, «'Η Μονή τής Μικρής άγιας Σοφίας στή Θεσσαλονίκη», Ή Θεσσαλονίκη I (1985) 328, σημ. 12. Σύμφωνα μέ σημείωση κώδικα τής Μητρόπολης Δράμας πού είδε καί δημοσίευσε ό N. I. Γιαννόπουλος, «Χρονικά σημειώματα Δράμας», Νεολόγου έβδομαδιαία Έπιθεώ- ρησις, τ. 1, άριθμ. 40 (26-7-1892), 634 ή Αγία Σοφία Δράμας ήταν άρχικά άφιερωμένη στή Θεοτόκο. Αναδημοσιεύουμε έδώ τό σημείωμα, λόγω τής έξαιρετικής του σημασίας: «1861 Δεκεμβρίου 8 σιμιόνω είς τήν άγίαν σοφίαν ή όποία σήμερον είναι τσαμί δέν είναι άγια σοφία παρά είναι Κοίμησις τής Θεοτόκου, διότι ήτουν έναν μάρμαρον μεγάλον έπάνο είς τήνχαβάδα τής πόρτας καί έπεσεν τόν καιρόν σισμοϋ καί είναι ρωμαίικα γράμματα, τά όποια τά έδιάβασα καί είναι Κοίμησις τής Θεοτόκου, τώρα δέ τό έχουν οί όθωμανοί σκάλα κατά τό μεσημβρινόν μέρος, τά μέν γράμματα είναι κάτω είς τήν γήν, καί οί μεταγεναίστεροι έάν θέλουν νά εΰρουν τήν άλήθειαν είς έκεΐνον τό μάρμαρον θέλουν τό εΰρχ]. ”Ερρωσθαι. Ό έλάχιστος ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ».

16 St. Antoljak, Samojlovata driava, Σκόπια 1969, σ. 76. 'Η άποψη τοΰ συγγραφέα οτι ή έπισκοπή Θράμου πού άναφέρεται στό πρώτο χρυσόβουλλο τοΰ Βασιλείου Β " Βουλγαροκτόνου πρός τήν άρ- χιεπισκοπή ‘Αχρίδας ταυτίζεται μέ τήν έπισκοπή Δράμας δέν φαίνεται νά στηρίζεται σέ κάποια πηγή καί ώς έκ τούτου είναι αυθαίρετη.


17 Εάν ύπάρχει πλήρης άντιστοιχία άνάμεσα στά δύο άντιδιαστελλόμενα κτήρια, αν δηλαδή ήταν καί ή παλαιότερη έκκλησία καθολική, τότε ό πιθανότερος πόλος άναφορας πρέπει νά ήταν καθολική έκκλησία Βουλγάρων. Παρόλο πού, δπως είπαμε, καμία πηγή δέν δικαιολογεί οΰτε ύπόθεση γιά βουλγαρική κατοχή τής Δράμας, δέν πρέπει νά άποφύγουμε τή σκέψη μήπως ύπήρξε στήν πόλη μία άπό τίς έπτά καθολικές έκκλησίες πού ίδρυσε ό βούλγαρος χάνος Βόρις-Μιχαήλ, σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες τοϋ Θεοφύλακτου Άχρίδος στό Βίο του 'Αγίου Κλήμεντος (V. Zlatarski, Istorija па bälgarskata därzava prez srednite vekove, 1/2, Σόφια 19712, σ. 238, σημ. 78. 'Η άλλαγή «άρχής» άποτελοΰσε πάντοτε γεγονός άξιοσημείωτο, δταν μάλιστα ήταν κρατική. 'Ο Λέων, πρώτος βυζαντινός αρχιεπίσκοπος στό θρόνο τής Αχρίδας σημειώνεται ώς «πρώτος έκ Ρωμαίων» (P. Ljubinkovic, Ordo episcoporum u Paris. Gr. 880 i arhijerejska pomen lista u Sinodikonu сага Borila, Studije, Βελιγράδι 1982, σ. 97). Τό ίδιο συνέβη τρείς αιώνες άργότερα, μετά τό 1346, μέ τό Νικόλαο, πρώτο σέρβο άρχιεπίσκοπο Αχρίδας, πού χαρακτηρίστηκε ώς «πρώτος έκ Σερβίας» (Cv. Grozdanov, «Prilozi poznavanju srednjovekovne umetnosti Ohrida», Zbornik za likovne umetnosti 2, Novi Sad 1966, σ. 212). Δέν θά έπρεπε, φυσικά, νά άποκλεισθεΐ ή ύπαρξη κάποιας παράδοσης γιά τήν ϋπαρξη κτητόρων πού κατάγονταν άπό τή Ρώμη. Παρόμοια παράδοση σημειώνει ό Ιερέας τής Διοκλείας γιά τήν έκκλησία του Αγίου Πέτρου κοντά στό Novi Pazar (V. J. Djuric, Vizantijske freske u Jugoslaviji, Βελιγράδι 1974, σ. 189, σημ. 22). Πρβ. καί τίς δύο έκκλησιαστικές κοινότητες τών αίρετικών Καθαρών.

18 Ρ. Lemerle, ό.π., 180. Σύμφωνα μέ πληροφορίες τοϋ Geoffroy de Villeharduin ό Βονιφάτιος Μομ- φερρατικός κατασκεύασε τά τείχη τής Δράμας. Πρόκειται φυσικά γιά έπιδιόρθωσή τους. Δέν είναι γνωστό έάν οι σχέσεις τής άπογόνου του Γιολάνδας-Εϊρήνης Παλαιολογίνας μέ τήν πόλη όφείλονται στήν ϋπαρξη κάποιας πατρογονικής κληρονομιάς. Ή αύτοκράτειρα έπισκέπτονταν συχνά τήν Δράμα χάριν άναψυχής. Σέ μία άπό τίς έπισκέψεις της προσβλήθηκε άπό όξύ πυρετό καί πέθανε τό Σεπτέμβριο τοϋ 1316 (Νικηφόρος Γρήγορός, Βκδ. Bonnae, I, 273' P. Lemerle, δ.π., σ. 188. Γιά τόν άκριβή χρόνο θανάτου τής Ειρήνης βλ. S. Kissas, «Danilo II i Solunska okolina. Beleske iz vizantijsko-srpskih odnosa pocetkom XIV veka», Arhiepiskop Danilo II i njegovo doba, Βελιγράδι, 14-19 Δεκεμβρίου 1987, Πρακτικά ύπό έκτύπωση).
- See more at: http://petrousa.blogspot.de/2014/11/13.html#more

Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

101 ΧΡΟΝΙΑ ΔΡΑΜΙΝΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΥ Β΄ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ ΤΟ 1913.

του κ. Γ.Κ.Χατζόπουλου, τ. Λυκειάρχη.

Η 1η Ιουλίου 1913 αποτελεί έναν από τους κορυφαίους σταθμούς της νεότερης ιστορίας της μαρτυρικής μας πόλης. 
Είναι η ημέρα κατά την οποία ο Δραμινός λαός ανέπνευσε το μυρωμένο αγέρι της πιο λατρευτής θεάς, της λευτεριάς, αποτινάσσοντας τον διπλό ζυγό της σκλαβιάς, τον τουρκικό και βουλγαρικό.

Ανάμεσα στους πρωτεργάτες για τη σμίλευση αυτού του μεγαλειώδους σταθμού της νεότερης ιστορίας μας εξέχουσα θέση κατέχει και ο αοίδιμος Ιεράρχης Δράμας Αγαθάγγελος ο Μάγνης Κωνσταντινίδης.

Η αναδίφηση της τοπικής ιστορίας που εδώ και τρείς δεκαετίες αποτελεί για μένα εκπλήρωση χρέους προς τον μαρτυρικό νομό της Δράμας με σαγηνεύει ιδιαίτερα, όταν αντικείμενο της έρευνας μου αποτελούν μορφές που διαδραματίσανε κορυφαίο ρόλο, ώστε ο τόπος αυτός να γεύεται τους αγλαούς καρπούς της πολυπόθητης Λευτεριάς.

Μια τέτοια μορφή υπήρξε και ο αοίδιμος Ιεράρχης Αγαθάγγελος ο Μάγνης. 

Αυτού την προσωπικότητα προσπαθώ επιγραμματικά στις σελίδες που ακολουθούν να σμιλέψω με την ευκαιρία του εορτασμού της συμπλήρωσης ογδόντα εννέα χρόνων από την απελευθέρωση της Δράμας από τον τούρκικο και βουλγάρικο ζυγό και εξήντα τεσσάρων χρόνων από του θανάτου του.

Ας αποτελέσουν λοιπόν οι γραμμές που ακολουθούν ελάχιστη έκφραση ευγνωμοσύνης του Δραμινού λαού προς τη μεγάλη μορφή του αοιδίμου Ιεράρχη, που λάμπρυνε για δώδεκα ολόκληρα χρόνια τον θρησκευτικό θώκο της πολύπαθης και μαρτυρικής Δράμας, της γής των ηρώων και μαρτύρων, και παράλληλα ελάχιστο ευλαβικό μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής του.

Ο Αγαθάγγελος Β΄ Κωνσταντινίδης, κατά κόσμον Στυλιανός, γεννήθηκε το 1864 από τους θεοσεβείς Κωνσταντίνο και Μαργαρίτα στη Μαγνησία της Μικράς Ασίας και πέθανε στη Χάλκη το 1935.

Τα πρώτα γράμματα τα έμεθε στο σχολαρχείο της πατρίδας του. 
Κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης.
 Φιλομαθής καθώς ήταν και έχοντας όχι μόνο την ηθική, αλλά και την υλική συμπαράσταση των θεοσεβών γονέων του μεταβαίνει στην Χάλκη και εγγράφεται στη Θεολογικη Σχολή.
 Το 1886 χειροτονείται διάκονος και υπηρετεί ως αρχιδιάκονος του Μητροπολίτου Εφέσου Αγαθαγγέλου.

 Δεν αρκείται όμως στην εκπλήρωση των καθηκόντων του. Μέσα του καίει η φλόγα για την απελευθέρωση του υπόδουλου Ελληνισμού. 

Γι’ αυτό λοιπόν ασκεί με ζήλο ταυτόχρονα το έργο του ιεροκήρυκος και του διδασκάλου. Θέλει να φωτίσει με τον πύρινο λόγο του τον νου και την καρδιά του υπόδουλου Μικρασιατικού Ελληνισμού και να βοηθήσει έτσι στην προετοιμασία της ανακτήσεως της ελευθερίας του.

Το 1892 τον βρίσκομε στην Ευρώπη. 

Σπουδάζει με υποτροφία νομικά στα πανεπιστήμια του Βερολίνου και Παρισίων.
 Οι σπουδές τελειώνουν σύντομα και με επιτυχία ο Αγαθάγγελος επιστρέφει στη Χάλκη όπου θα προσφέρει τα φώτα του στους διψασμένους για μάθηση τροφίμους της Σχολής μέχρι το 1901, οπότε θα μεταβεί στα Γρεβενά για να αναλάβει την ηγεσία του υπόδουλου ποιμνίου ως 
Μητροπολίτης τον Οκτώβριο του 1901. Με αυταπάρνηση για μια δεκαετία στήριξε τον Μακεδονικό Αγώνα μέχρι τον Μάρτιο του 1910.

Έχει ήδη εκλεγεί Μητροπολίτης Γρεβενών. 

Το 1910 προάγεται σε Μητροπολίτη Δράμας.

Κατά την διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου αναγκαστικά παρέμεινε στην Θεσσαλονίκη, γιατί επιστρέφοντας από την Αθήνα, όπου είχε μεταβεί για να μεριμνήσει για την αποστολή εφοδίων στην Δράμα, εμποδίστηκε η επάνοδος στο δοκιμαζόμενο ποίμνιό του, λόγω των γνωστών βασιλοφρόνων αισθημάτων του.

Τον Ιούνιο του 1919 επιστρέφει στη Δράμα. Το 1920 μεταφέρει τα οστά του πατριάρχη Νεοφύτου του Η΄στην Ιερά Μονή της Εικοσιφοίνισσης Παγγαίου.

 Περιχαρής ο σοφός και γλωσσομαθής ιερωμένος-εγνώ- ριζε πολύ καλά Γαλλικά, Τουρκικά και Γερμανικά-εγκαταλείπει τα Γρεβενά και εγκαθίσταται στη Δράμα. 

Εδώ θα διαδεχθεί τον μαρτυρικό Άγιο Χρυσόστομο Καλαφάτη. 
Αντιλαμβάνεται από την πρώτη στιγμή την κατάσταση που επικρατεί στο Νομό μας. Συναισθάνεται το βάρος της αποστολής του. Υπολογίζει με ακρίβεια το μέγεθος του αγώνος που θα διεξάγάγει.
 Βλέπει καθάριο τον σταυρό του μαρτυρίου. Μα δεν πτοείται. Η ψυχή του γίνεται γρανίτης πάνω στον οποίο θα συντρίβονται καθημερινώς τα μανιασμένα κύματα της τουρκικής και εν συνεχεία βουλγαρικής θηριωδίας και απανθρωπιάς.

Η τόλμη του, η τέλεια περιφρόνηση του θανάτου καθώς και η μεγάλη αγάπη του για το ποίμνιό του κινούν τον θαυμασμό. Δεν του λείπει ακόμη και η διπλωματική ικανότητα, με την οποίαν αποφεύγει με άνεση τις συμπληγάδες που ορθώνουν μπρος του οι απαίσιοι κατακτητές.

Και οι αρετές του αυτέ διαφαίνονται εύκολα με την μελέτη των είκοσι περίπου εγγραφών και των ισάριθμων τηλεγραφημάτων, τα οποία έστελνε κάθε τόσο στους πανίσχυρούς της εποχής εκείνης Δόμπρεφ, Βούλγαρο Πολιτικό Διοικητή της Δράμας, Κοετσίκωφ, Στρατιωτικό Διοικητή του Νομού Δράμας, Στρατηγό Κοβάτσεφ, Βούλκωφ, Γενικό Διοικητή Μακεδονίας, Στρατηγό Ιβάνωφ καθώς και τον Βούλγαρο βασιλιά Φερδινάνδο.

Θαυμάζει κανείς το θάρρος με το οποίο διαμαρτύρεται προς τους ανωτέρω παραλήπτες των εγγράφων και τηλεγραφημάτων του για όσες βαρβαρότητες διαπράττουν εις βάρος του Δραμινού λαού οι αιμοδιψείς κατακτητές.

Και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου η διαμαρτυρία γίνεται έντονη και φτάνει μέχρι του σημείου της απειλής.

Έτσι σ’ ένα έγγραφο του που θα απευθύνει προς τον Βούλγαρο Στρατιωτικό Διοικητή Δράμας, θα εκφράσει την λύπη του, επειδή οι 47 Έλληνες, επει¬δή κρατούνταν ως αιχμάλωτοι δήθεν πολέμου στο στρατόπεδο της Δράμας, χρησιμοποιούνταν για το ξεφόρτωμα γαιανθράκων στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλεως.

Και δεν αρκείται μόνο στην έκφραση της λύπης, αλλά καταβάλλει προσπάθειες να τους απελευθερώσει.
Εύσχημη θα είναι η διαμαρτυρία του προς τον Γκίκωφ για τις συλλήψεις ιερέων της Μητροπόλεώς του καθώς και για τις κακοποιήσεις των προκρίτων της υπαίθρου, οι οποίοι, επειδή δεν υπέκυπταν στις πιέσεις των εχθρών να υπογράψουν ότι είναι Βούλγαροι, δερνότανε χωρίς οίκτο μέχρι θανάτου.

Έντονη είναι η διαμαρτυρία του σε άλλο έγγραφο του με παραλήπτη τον Στρατιωτικό πάλι Διοικητή για τις ληστείες που διέπραξαν οι υπήκοοι του εις βάρος των ελληνικών οικογενειών της Βιτάστας, της Αγγίστας, της Προβίστας και του Ροδολείβους. Στο ίδιο έγγραφο θα διαμαρτυρηθεί για την προσβολή της τιμής των γυναικών της Νικήσιανης και του Παλαιοχωρίου.

Από τους εκκλησιαστικούς άμβωνες προτρέπει συχνότατα, περιφρονώντας κάθε κίνδυνο, τους Έλληνες χριστιανούς να επιδείξουν εγκαρτέρηση και θάρρος μπροστά στις βουλγαρικές ωμότητες.

Με κίνδυνο να οδηγηθεί στο εκτελεστικό απόσπασμα μεταβαίνει στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλεως.
Από εκεί θα περάσει εξόριστος ο δημοφιλέστατος άγιος Πολυανής Φώτιος.
 Στον ηρωικό εκείνο άγιο θα προσφέρει όλο το περιεχόμενο του βαλαντίου του, γύρω στα 350 γρόσια, για να αντιμετωπίσει τις στοιχειώδεις ανάγκες του στον άγνωστο τόπο εξορίας του.

Την άδεια του Δόμπρεφ θα ζητήσει για να μεταβεί στο Μαδεμλί Τσιφλίκι.

 Εκεί βρίσκεται κρατούμενος ο θεοφιλέστατος Επίσκοπος Mύρων Αθανάσιος. 
Σκοπός του ταξιδιού του είναι όχι μόνο να τον παρηγορήσει, αλλά κι αν μπορέσει, να τον απελευθερώσει.
Κι όταν οι Βούλγαροι θα εντείνουν την τρομοκρατική τους δράση, αυτός θα περιέλθει τους έρημους από την ελληνική παρουσία δρόμους της Δράμας και θα εμψυχώσει το τρομοκρατημένο ελληνικό στοιχείο. 
Ο κίνδυνος είναι μεγάλος.
 Βλοσυροί κομιτατζήδες και βούλγαροι στρατιώτες κυκλοφορούν στους δρόμους και συνταράζουν τη νεκρική ησυχία της πόλεως, έτοιμοι να κατασπαράξουν σαν ύαινες κάθε Έλληνα που θα τολμούσε να βγει από το σπίτι του.

Σε μία από αυτές τις εξόδους του λίγο έλειψε να λογχισθεί από πενταμελή βουλγαρική στρατιωτική περίπολο.
 Και τη σκηνή τούτη ανάγλυφα μας τη δίνει ο ίδιος στο πολύτιμο Ημερολόγιό του.
Γράφει λοιπόν: 

“Πορευόμενος έκτης Ιεράς Μητροπόλεως εις το Διοικητήριον διατρέχω τον κίνδυνον να λογχισθώ ειςτας 11π.μ. της 26ης Ιουνίου 1913 υπό πενταμελούς βουλγαρικής περιπόλου. 
Δύο εκ των περιπόλων γνωρίζοντες την τουρκική ήλθον προς με με εφ- ’όπλου λόγχην και προτείνοντας αυτάς είπον να απέλθω εις την Μητρόπολίν μου αμέσως, διότι απαγορεύεται εις πάντας η εκ των οικίων έξοδος. 

Απήντησα ότι δι’εμέ ως βλαδίκαν, δηλ. αρχιερέα, επιτρέπεται. 
Τότε εις θυμωθείς έτι μάλλον έθηκε και φυσίγγια εις το όπλον και επλησίασε κατ’εμού, οπότε δείξας τον επί του στήθους μου πάντοτε κατά τας εξόδους μου κρεμάμενον μέγαν εγκόλπιον σταυρόν, τω είπον να κτυπήση τον σταυρόν και το στήθος.

 Εκείνος απήντησε: “Δεν κτυπώ τον σταυρόν”. 

Τότε τω λέγω δυνατή τη φωνή τουρκιστί: Εύγε, είσαι καλός.χριστιανός, βγάλε τον σκούφον σου και φίλησον τον σταυρόν.
Και εκείνος εφίλησε τον σταυρόν και το χέρι μου”.

Δείγμα της διπλωματικής του δυνάμεως θα μας δώσει ακόμη με τη ματαίωση της αποφασεως της βουλγαρικής κυβερνήσεως να μεταβάλει την εκκλησία της Αγιας του Θεου Σοφίας σε αρχαιολογικό μουσείο. 

'Αλλος ο σκοπός φυσικά των δολίων κατακτητών. Και τούτον τον πραγματικό σκοπό τους κατανοεί εγκαίρως ο αοίδιμος ιεράρχης.
Κι ο θαυμασμός μας φθάνει στην κορύφωσή του με την απόφασή του να διατηρεί με απόλυτη μυστικότητα ένοπλες ελληνικές ομάδες.
Είναι τα τμήματα εκείνα που στην οργάνωση και τη διατήρησή τους έχει επιστατήσει ο ίδιος. 

Σε διαρκή εγρήγορση ευρισκόμενα είναι αποφασισμένα να εμποδίσουν τον κατακτητή να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο εξοντώσεως του ελληνικού στοιχείου της Δράμας.

Ψυχική θα νιώσει συντριβή, όταν θα πληροφορηθεί την τραγωδία του αιμοτόβρεκτου Δοξάτου. 
Με σπαραγμό ψυχής θα σημειώσει στο πολύτιμο Ημερολόγιό του: 

"Το φιλόκαλον, το φιλοπρόοδον, το ευφορώτατον και φιλογενέστατον χωρίον μας Δοξάτον, αμιλλώμενον, κατά την μόρφωσιν των κατοίκων, προς την Δράμαν, μετεβλήθη εις ερείπια και οι κάτοικοι εις σφάγια.
 Οι δύο ιερείς μου Παπα-Δημήτριος και Παπα-Αβρααμ και οι καλλίτεροι πρόκριτοι με βασανιστήρια εφονεύθησαν εκ των πρώτων.

 Οι βούλγαροι στρατιώται πεζοί και ιππείς, ως ανθρωπόμορφα τέρατα, ήρχισαν να καίωσι τας οικίας, να φωνεύωσι λυσσωδέστατα, αγριώτατα, τους άοπλους κατοίκους, ματαίως επικαλούμενους ευσπλαχνίαν. 
Αλλ’ ο καλαμός μου αδυνατεί να προχωρήσει". 

Συνετριβη ο ιεράρχης. Τα δάκρυα καυτά έσπευσαν να χαθούν στα δασιά υπόλευκα γένεια του. Μα κάποτε τα δεινά τελείωσαν. Ο εφιάλτης του θανάτου χάθηκε. Ο ελληνικός στρατός, ο αιώνιος έφηβος, ο πρωταθλητής του δικαίου, ο ακοίμητος φρουρός της εθνικής τιμής και αξιοπρέπειας μας, επήρε φαλλάγγι τον εχθρό. 
Το δένδρο της Λευτεριάς ποτισμένο με πλήθος αίμα ελληνικό θέριεψε κι έκανε καρπούς γλυκύτερους τούτη τη φόρα. Κι αυτούς τους καρπούς γεύτηκε ο λαός της Δράμας.

Κι ήταν η ήμερα τούτης της ανέκφραστης χαράς η πρώτη Ιουλίου 1913. Ο μεθυσμένος από το νέκταρ της Λευτεριάς δραμινός λαός ξεχύνεται στους δρόμους.
 Προηγείται η βιβλική μορφή του Αγαθαγγέλου. Πρώτος στον κίνδυνο ο Ιεράρχης, πρώτος και στον πανηγυρισμό της Λευτεριάς. 


Να πως θα αποθανατί­σει τον πανηγυρισμό του στο Ημερολόγιό του: 



“ Χαράς ευαγγέλια!


 Ελευθερία και Ελευθερία εορτάζομεν από της 4 μ.μ εν 


τη Δράμα. 


Αναπνέομεν! Ζώμεν! Κινούμεθα!




 Ο ελληνικός μας στρατός νικητής και τροπαιούχος


 εισήλθεν εις την Δράμαν.


Χαρά! Αγαλλίασις, άσματα! Ελευθερία!".

Θα παραμείνει εννιά ολόκληρα χρόνια ακόμη κοντά στο  λεύθερο ποίμνιο του μοιραζόμενος μαζί του την ελευθερια και την ευτυχία και φροντίζοντας δια την ηθική διαπαιδαγώγηση του.

To 1922, τη χρονιά που ο ελληνισμός της Μ. Ασίας, του Πόντου και της Αν. Θράκης θύμα τραγικό της σκληρής ιστόρικής του μοίρας, θα ξεριζωθεί  μια για πάντα από τις πανάρχαιες εστίες του.

 Ο αείμνηστος ιεράρχης θα εγκαταλείψει τον τόπο που πότισε με τα δάκρυα του πόνου και της χαράς.

Θα ξαναγυρίσει στη Χάλκη με πολιά την κόμη και τη γενειάδα για να συνεχίσει έναν άλλον αγώνα, J εξ ίσου σπουδαίο, τον αγών του καλάμου.

Θα μετατεθεί στη νεοσύστατη Μητρόπολη Πριγκηποννήσων το 1924. Το 1932 θα παραιτηθεί για λόγους υγείας, ενώ τον Αύγουστο του 1935 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην Χάλκη, όπου και θα ταφεί.

Πλείστα τα έργα του, που είδαν το φώς της δημοσιότητας.

 Αναφέρομε μερικά:

1. Επίτομος Χριστιανική Ηθική.

2. Το ζήτημα των Μικρασιατών και Θρακών ομογενών προσφύγων.

3. Εικοσιφοίνισσα, Ιερή Μονή του Παγγαίου, Ιστορία και περιγραφή αυτής.

4. Δραματική περιπέτεια της Δράμας και απελευθέρωσις αυτής.

Ευτυχέστατε Ιεράρχα, πόσο πρέπει να σε ζηλεύουν οι γενναίοι υπερασπιστές υψηλών ιδανικών!

Ευνοούμενος της θεάς τύχης ευτύχησες να απολαύσεις τους καρπούς τους ζηλευτούς του ωραίου και υψηλού αγώνος, που με μύριους κινδύνους έφερες εις πέρας. 

Ο δραμινός λαός θα σε ευγνωμονεί. 

Μα και η θεά Ιστορία σου έχει προσφέρει χώρο ζηλευτό στα πολυτελή δώματά της.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Προσπάθησα να σμιλεύσω όσο το δυνατόν καλύτερα την προσφορά του μεγάλου Ιεράρχου. Νομίζω πως εξοφλώ κάπως την υποχρέωση που ανέλαβα εκούσια στην ιερή Σκιά του.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Μητροπολίτου Αγαθαγγέλου, Αι δραματικοί περιπέτειαι της Δράμας μέχρι της απελευθερώσεως αυτής, Καβάλα 1913.
2. Μεγάλη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπάίδεια, τομ.1, δ.83.
3. Μητροπολίτου Αγαθαγγέλου, Εικοσιφοίνισσα, Ιερά Μονή του Παγγαίου, Ιστορία και περιγραφή αυτής, Δράμα 1915.
4. Ευαγγέλου Στράτη, Η Δράμα και η Δράβησκος, Σέρραι 1923
5. Ορθοδοξία, I, 1935.
5. Εκκλησία, ΙΓ, 1935.
(Σημ.: Το παρόν κείμενο αποτελεί ένα από τα κεφάλαια του νέου βιβλίου μας με τίτλο “ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΡΑΜΑΣ” που θα εκδοθεί σύντομα.)

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

H Αγία Σοφία Δράμας






A. ΚΟΥΝΤΟΥΡΑΣ - X. ΜΠΑΚΙΡΤΖΗΣ


Στό μέσον τής Δράμας σώζεται άξιόλογος βυζαντινός ναός τιμώμενος επ’ όνόματι τής 'Αγίας Σοφίας, ό όποιος δεν προκάλεσε μέχρι σήμερα τό ενδιαφέρον των αρχαιολόγων πλήν ολίγων συνοπτικών μέν άλλά χρησίμων παρατηρήσεων του Π. Βοκοτόπουλου1.

Τό 1960 ό Στυλ. Πελεκανίδης, έφορος τότε τών Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, προέβη σέ μικρής έκτάσεως επισκευές τής στέγης καί σέ άποχωμάτωση, γιά λόγους μόνωσης άπό τήν υγρασία, τής άνατολικής πλευράς τοΰ ναού, καθαίρεση τών κονιαμάτων καί άρμολόγησε τήν αρχική τοιχοποιία τής πλευράς αυτής2

Διαβλέψας τό ένδιαφέρον πού παρουσιάζει ό ναός ανήγγειλε τή δημοσίευσή του καί άνέθεσε τό 1966 στόν Α. Κούντουρα καί στόν X. Μπακιρτζή νά άπο- τυπώσουν τό μνημείο. Γιά διαφόρους λόγους ή μελέτη του Στυλ. Πελεκανίδη δέν εγινε καί μέ τήν ευκαιρία του A ' Συμποσίου γιά τή Δράμα καί τήν περιοχή της παρουσιάζονται γιά πρώτη φορά τά σχέδια αύτά (σχ. 1-3).

Τό μνημείο, όπως σώζεται σήμερα, μισοχωμένο στό έδαφος, μέ έπιχρισμένες όλες σχεδόν τίς έπιφάνειές του έξωτερικά καί έσωτερικά καί μέ τήν προσθήκη μεταγενέστερου προθαλάμου καί κωδωνοστασίου (άρχικά μιναρές) δέν δίνει πολλές πληροφορίες. 

Πρόκειται γιά τετράπλευρο έξωτερικά οικοδόμημα μέ μονόρριχτες στέγες στό βόρειο καί νότιο τμήμα καί ύψηλό οκτάπλευρο τρούλλο, ό όποιος στηρίζεται σέ εμφανή τετράπλευρη βάση (είκ. 1).

Στήν ανατολική πλευρά διακρίνεται ή αρχική τοιχοποιία έκατέρωθεν τής κόγχης του ιεροί) βήματος (είκ. 2). Άποτελεΐται από έγχόρηγη λιθοδομή. Ανάμεσα στους λίθους διακρίνονται καί spolia

Στή λιθοδομή παρεμβάλλονται καθ ’ υψος τριπλές ζώνες πλίνθων διαφόρων μεγεθών. Στίς γωνίες αυξάνουν οί πλίνθοι καί ώς συνδετικό κονίαμα τής τοιχοποιίας χρησιμοποιείται ρόδινο κουρασάνι. Ή τοιχοδομία αύτή μοιάζει μέ αύτή τής α' φάσης τών τειχών τής Δράμας, δπως παρατήρησαν οί Γ. Βελένης καί Κ. Τριανταφυλλίδης3.

Στό άνω τμήμα του άνατολικοΰ τοίχου, νοτίως τής κόγχης διακρίνονται έντοιχισμένα δύο κομμάτια έπιγραφών σέ μάρμαρο. 

Ή μέν μία είναι λατινική καί δέν σώζει παρά μόνον δύο γράμματα RC (είκ. 3)
, ή δεύτερη είναι δημώδης βυζαντινή καί σώζει τό δνομα καί τό έπάγγελμα ένός προσώπου ...]ΔΕ ΜΑΡΜΑΡΑ ΙΩΑ[ΝΝ0Υ...4 (είκ. 4).

 Ή έπιγραφή αύτή θά μπορούσε νά χρονολογηθεί πολύ γενικά μετά τό 1000 καί θά χρησίμευε ώς terminus post quem γιά ιήν χρονολόγηση του μνημείου, έάν ή τοιχοδομία στό άνώτερο τμήμα του τοίχου αύτοΰ παρουσιάζοντας έμφανή διατάραξη δεν ήταν ύποπτη γιά μεταγενέστερη προσθήκη.
Ασφαλώς μεταγενέστερων βυζαντινών χρόνων είναι τουλάχιστον τό έξωτερικό άνώτερο τμήμα τής τρίπλευρης κόγχης του ίεροΰ βήματος (είκ. 2)

Καθώς δμως άποκαλύφθηκε μετά τήν αφαίρεση τών κονιαμάτων δτι καί ή βάση τής κόγχης είναι τρίπλευρη καί οί γενέσεις τών πλευρών πλινθόκτιστες, συνάγεται δτι ή αρχική κόγχη τοϋ ίεροΰ βήματος του ναού τής Δράμας ήταν τρίπλευρη πλινθόκτιστη πιθανόν με τρία παράθυρα, άνά ενα σέ κάθε πλευρά.

'Η 'Αγία Σοφία εχει σέ κάτοψη τετράγωνο σχεδόν σχήμα. Μετρά εσωτερικά μήκος 13,40 μ. καί πλάτος 10,46 μ. '0 κεντρικός τετράπλευρος χώρος, πού σχηματίζεται άπό ογκώδεις πεσσούς καί στεγάζεται μέ τροΰλλο, έπικοινωνεΐ μέ ισοϋψή τρίβηλα υψους 3,50 μ. (είκ. 5) πρός πλάγια κλίτη (πλάτους 1,95 μ.), βόρειο καί νότιο, καί πρός νάρθηκα, πού καλύπτονται μέ συνεχείς ήμικυλινδρικές καμάρες υψους 4,60 μ. ό νάρθηκας, 3,94/4,33 μ. τά κλίτη. Κορμοί κιόνων, ίωνίζοντα συμφυή μέ έπίθημα παλαιοχριστιανικά κιονόκρανα ήμιτελή καί οί βάσεις τών κιόνων στά τρίβηλα είναι spolia άπό άρχαιότερα κτήρια5
'Ο νάρθηκας (πλάτους 2.47 μ.) διαμορφώνει τίς στενές πλευρές του σέ ρηχές καμπύλες στό άνω μέρος έλαφρώς τετραγωνισμένες στό κάτω μέρος κόγχες άνοιγμένες στό πάχος του τοίχου γιά τήν υποδοχή ψευδοσαρκοφάγων (είκ. 7).

 'Η ένότητα καί ή συνέχεια τών δύο κλιτών καί τοδ νάρθηκα, πού έν είδει περιστώου σέ σχήμα Π περιβάλλουν τόν κεντρικό χώρο, διακόπτεται άπό τοίχους, πάχους 1,10 - 2,00 μ. μέ τοξωτά άνοίγματα έπικοινωνίας (είκ. 8).

 Τά κλίτη άπολήγουν πρός άνατολάς σέ ήμικυκλικές κόγχες, οί όποιες δέν έξέχουν άλλά άνοίγονται στό πάχος του άνατολικού τοίχου.

 Έ άνατολική άπόληξη τοΰ βορείου κλίτους επικοινωνεί σήμερα μέ τό ιερό βήμα μέ μεταγενέστερο βυζαντινών χρόνων τετράπλευρο άνοιγμα, τό όποιο περιέλαβε ύπάρχουσα τετράπλευρη κόγχη καί φέρει οθωμανικών χρόνων οξυκόρυφη άπόληξη πρός τήν πλευρά τοΰ κλίτους. Τό άνοιγμα αύτό, δσο διακρίνει κανείς κάτω άπό τά νεώτερα κονιάματα, φέρει ώς άνατολικό σταθμό τμήμα άμφικίονα παραθύρου βυζαντινών χρόνων. Έάν ό άμφικίων άνήκει στήν 'Αγία Σοφία, τότε ή άψίδα τοΰ ίεροΰ βήματος μπορεΐ νά άποκατασταθεΐ μέ τρίλοβο παράθυρο καί δχι μέ τρία παράθυρα, άνά ενα σέ κάθε πλευρά, δπως άναφέραμε προηγουμένως. Τό διακονικό δέν επικοινωνεί μέ τό ίερό βήμα καί είναι διαμορφωμένο σέ παρεκκλήσι άφιερωμένο στήν Παναγία.

Στή βόρεια πλευρά φέρει τετράπλευρη κόγχη.
Ή άνωδομή τοΰ τετράπλευρου κεντρικοΰ τμήματος σχηματίζει τόξα υψους 6,63 μ. πού συνδέουν τούς ογκώδεις πεσσούς, ρηχά στή βόρεια καί νότια πλευρά, πλατύτερα στήν άνατολική καί δυτική καθιστώντας ετσι τόν κατά μήκος άξονα έντονότερο άπό τόν κατά πλάτος (είκ. 9). Επιπλέον ανάμεσα στήν άνατολική καμάρα καί τό τεταρτοσφαίριο τής κόγχης τοΰ ίεροΰ βήματος υψους 6,02 μ. παρεμβάλλεται θριαμβικό τόξο υψους 6,31 μ. (είκ. 10). Στά τέσσερα τόξα καί μέ τή βοήθεια σφαιρικών τριγώνων κάθεται υψηλός όκτάπλευρος έξωτερικά τροΰλλος μέ οριζόντιο γείσο καί τέσσερα παράθυρα (υψος κορυφής τρούλλου εσωτερικά 11,75 μ.).
'O ναός φέρει σήμερα άνά ενα παράθυρο στή βόρεια καί νότια πλευρά καί άνά ενα εκατέρωθεν τής δυτικής καί μόνης εισόδου. 'Η ύπάρχουσα στή νότια κόγχη τοΰ νάρθηκα είσοδος είναι μεταγενέστερη καί οδηγεί στό καμπαναριό (άρχικά βάση μιναρέ).

Στη δυτική πλευρά του ναού καί σέ ύψηλότερο 2,00 μ. περίπου έπίπεδο εχει προστεθεί κατά τήν περίοδο λειτουργίας του ώς τεμένους (Μπέη τζαμί) ευρύχωρος υπόστυλος προθάλαμος (εικ. 11) έπιστρωμένος μέ παλιές πλάκες μαρμάρου, οί οποίες, όπως καί τά οκτώ σκαλοπάτια, σέ περίπτωση έργασιών άναστήλωσης θά πρέπει νά άνασηκωθοΟν γιά νά έξακριβωθεϊ έάν φέρουν επιγραφές.

'Ως συνάγεται από τά σχέδια καί τήν περιγραφή ή 'Αγία Σοφία Δράμας καταλέγεται μεταξύ των ναών μέ τροΰλλο καί περίστωο, πού συναντώνται μέ διάφορες παραλλαγές στήν Κωνσταντινούπολη, τή Μακεδονία καί τήν περιοχή επιρροής των άπό τού 6ου αΐ. μέχρι τά παλαιολόγεια χρόνια6. 

 Αποτελούνται οί ναοί αύτοί, κατά τόν Π. Βοκοτόπουλο, άπό κεντρικό τετράγωνο χώρο, πού καλύπτεται άπό τροΰλλο, ό οποίος στηρίζεται σέ τέσσερις ογκώδεις πεσσούς μέ τή μεσολάβηση τόξων καί σφαιρικών τριγώνων καί άπό περίστωο, συνήθως πολύ χαμηλότερο άπό τόν κυβικό κεντρικό πυρήνα, τόν όποιο περιβάλλει άπό τή βόρεια, δυτική καί νότια πλευρά. Καί στίς τρεις πλευρές άνοίγονται δίοδοι επικοινωνίας του κεντρικού χώρου μέ τό περίστωο. 'Ο τύπος κατάγεται πιθανότατα άπό τίς βασιλικές μέ τροδλλο. Γιά τό λόγο αύτό παρατηρεΐται κατά τήν έξέλιξή του μία σταδιακή άπομάκρυνση άπό αύτές.

Τό άρχαιότερο παράδειγμα είναι ό ναός Qasr-Ibn-Wardan στή Βόρεια Συρία, πού χρονολογείται περί τό 564 καί παρουσιάζει συγγένεια μέ τήν τέχνη τής Κωνσταντινουπόλεως. 

Στόν 7ο αί. άνάγονται ή 'Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης (τέλη 7ου αί.) καί ή Κοίμηση τής Νικαίας (πρίν τό 730).
 Ακολουθεί ή Κοίμηση τής Θεοτόκου στήν Κουντουριώτισσα Πιερίας, ό ναός στήν Πύδνα-Κίτρος καί ό ναός τής Κοιμήσεως στό Λάμποβο τής Αλβανίας καί τέσσερα μνημεία του 11ου-12ου αί.: οί ήμιερειπωμένοι ναοί στό Drenovo καί στή Stara Pavlica στή Νότια Γιουγκοσλαβία καί δύο Κωνσταντινοπολίτικοι ναοί, πού σώζονται άλλοιωμένοι: τό καθολικό τής μονής Παμμακαρίστου τοϋ Που ai., καί τό καθολικό τής μονής Άκαταλήπτου (Kalenderhane) τού τέλους του 12ου αΐ. Στούς πρώιμους παλαιολόγειους χρόνους άνήκουν δύο άκόμη Κωνστα- ντινοπολίτικα παραδείγματα του ΐδίου τύπου: 'Ο νότιος ναός τής μονής Λιβός καί ό 'Άγιος ’Ανδρέας ό έν Κρίσει, δπως έπίσης καί τό καθολικό τής μονής Όλυμπιώτισσας στήν Ελασσόνα7.

Έπιμέρους χαρακτηριστικά τής ' Αγίας Σοφίας Δράμας συγγενεύουν καί πρός νεώτερα καί πρός παλαιότερα παραδείγματα. Π.χ. μέ τούς όψιμους ναούς τής Κωνσταντινουπόλεως συγγενεύει ώς
πρός τά στενά τόξα μεταξύ των πεσσών, πού άνακρατοΰν τόν τροδλλο καί ώς πρός τά τρίβηλα, μέ τά όποια επικοινωνεί ό κεντρικός χώρος με τίς πλευρές του περιστώου. 

Με τήν 'Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης ομοιάζει ώς πρός τίς συνεχείς καμάρες πού καλύπτουν τίς τρεις πλευρές τού περιστώου καί μέ τήν Κοίμηση τής Νικαίας καί τήν Κοίμηση τής Κουντουριώτισσας ώς πρός τούς τοίχους μέ τά μικρά ανοίγματα, πού χωρίζουν τά πλάγια κλίτη άπό τόν νάρθηκα, μόνον πού στήν περίπτωση τής Δράμας τά άνοίγματα αύτά είναι κομψώς έκκεντρα.

Στά γενικά χαρακτηριστικά ή 'Αγία Σοφία έχοντας συνεχείς ήμικυλινδρικές καμάρες στά κλίτη καί κατά μήκος άξονα εντονότερο άπό τόν κατά πλάτος στόν κεντρικό τετράπλευρο χώρο διατηρεί εν μέρει τόν χαρακτήρα τής δρομικής έκκλησίας. 
Τοΰτο ένισχύεται καί μέ τό έπίμηκες σχήμα τών ογκωδών πεσσών, πού προσομοιάζουν μέ παχεΐς τοίχους, καί μέ τήν αυστηρότητα τής κάτοψης.
Παράλληλα ό ύψηλός τροϋλλος υπερισχύει του κατά μήκος άξονα του κεντρικού τετράπλευρου χώρου, μεταγενέστερα δμως έπιχρίσματα πού τόν καλύπτουν εσωτερικά καί έξωτερικά δέν έπιτρέπουν νά διαπιστωθεί εάν αύτός είναι αρχικός ή όχι. Ανάλογο έρώτημα θέτει καί τό οκτάγωνο σχήμα του, πού προσομοιάζει μέ τούς ύψηλούς οκτάπλευρους Κωνσταντινοπολίτικης προέλευσης τρούλλους τής μονής Μυρελαίου (920), του ναού τής Θεοτόκου τής μονής του όσίου Λουκά (μέσα -β' μισό 10ου αί.) καί τής Παναγίας Χαλκέων Θεσσαλονίκης (1028) καί όχι μέ τούς ύψηλούς στρογγυλούς τρούλλους πού άποτελοΰν κανόνα στήν Έλλαδική μεσοβυζαντινή αρχιτεκτονική έως τό β' μισό τοΰ 10ου αί.8. Έάν ό οκτάπλευρος τροϋλλος τής 'Αγίας Σοφίας Δράμας είναι ό αρχικός, πού φαίνεται πιθανότερο, τότε ασφαλώς είναι ένα άπό τά πρωιμότερα παραδείγματα.

Έάν έπίσης μέ τήν καθαίρεση τών μεταγενεστέρων κονιαμάτων επιβεβαιωθεί ή μή επικοινωνία τών παραβημάτων μέ τό ιερό βήμα δικαιολογημένα, θά ομιλούμε γιά παρεκκλήσια καί δχι γιά πρόθεση καί διακονικό, δπως παρατηρεϊται στό ναό τής Παναγίας στήν Σκριποΰ (873/4)9

Αύτή ή έλλειψη επικοινωνίας τών τριών μερών στό ανατολικό τμήμα τής έκκλησίας, πού ώς άρχαϊσμός μπορεί νά έννοηθεΐ, συναντάται σέ παλαιοχριστιανικές βασιλικές (Κλειούς Λέσβου, βασιλική 'Αγίου Νίκωνος Σπάρτη (7ος αί.)) καί έπιβιώνει στούς παλαιολόγειους τετρακιόνιους σταυροειδείς έγγεγραμμένους ναούς τής Θεσσαλονίκης καί συγκεκριμένα στήν έλλειψη επικοινωνίας τών κογχωτών άπολήξεων τού Κωνσταντινουπολίτικης προέλευσης περιστώου των μέ τό άνατολικό τμήμα τοΰ κυρίως ναού.
Πρωτοτυπία άνάμεσα στά παραδείγματα του τύπου άποτελοΰν στήν 'Αγία Σοφία Δράμας οί σχηματιζόμενες στίς στενές πλευρές τοΰ νάρθηκα κόγχες γιά τήν τοποθέτηση ψευδοσαρκοφάγων. Παρόμοιες κόγχες είναι συνήθεις σέ παλαιοχριστιανικούς ναούς καί σέ μεσοβυζαντινούς ναούς τής Κωνσταντινουπόλεως, πού ήσαν καθολικά μονών, ώς π.χ. στό καθολικό τής μονής Μυρελαίου (920), στό ναό τής Θεοτόκου τής μονής τοΰ Λιβός (907), στό καθολικό τής μονής Χριστοΰ Παντεπόπτη (πρίν τό 1087) καί στόν "Αγιο Θεόδωρο (Vefa Kilise çamii, τέλος 11ου αί.)10.

 'Ηπαρουσία τους όχι μόνο συνδέει άκόμη περισσότερο τόν ναό τής Δράμας μέ την Κωνσταντινούπολη άλλά καί σε συνδυασμό μέ τήν όχι κεντρική θέση του υποβάλλει τή σκέψη δτι ή 'Αγία Σοφία ήταν καθολικό βυζαντινής μονής τής Δράμας.
Συνεκτιμώντας δσα συνοπτικά παρουσιάσαμε γιά τίς σχέσεις, πού ή 'Αγία Σοφία Δράμας εχει μέ άλλους ναούς τού ίδίου άρχιτεκτονικοϋ τύπου, διατυπώνουμε τήν άποψη δτι ό ναός τής Δράμας μπορεΐ νά χρονολογηθεί γύρω στόν 10ο αι. Νεώτερες ερευνες πάνω στό μνημείο ίσως φέρουν στό φως στοιχεία πού θά άποδεικνύουν μία πρωιμότερη ακόμη χρονολόγησή του.


 Παραπομπές

1. Π. Βοκοτόπουλος, Ή έκκλησιαστική άρχιτεκτονική εις τήν Δυτικήν Στερεάν 'Ελλάδα καί τήν "Ηπειρον άπό τον τέλους τοΰ 7ου μέχρι τοΰ τέλους τοΰ 10ου αΐώνος, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Βυζαντινά Μνημεία, άριθ. 2, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 126-131. ’ Αναφέρεται καί ώς ναός Κοιμήσεως τής Θεοτόκου (Ν. Γιαννόπουλος, «Χρονικά σημειώματα Δράμας», έφ. Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως (26-7-1892), σ. 634). Περιγραφή του μνημείου στή δεκαετία του ’20 δίνει ό Ε. Στράτης, Ή Δράμα καί ή Δράβησκος, Σέρραι 1929. Ευχαριστούμε τόν κ. Γ. Βελένη γιά τίς παρατηρήσεις του.

2. Άρχαιολογικόν Δελτίον 16 (1960): Χρονικά, σ. 230 (Στυλ. Πελεκανίδης).

3. Βελένης καί Κ. Τριανταφυλλίδης, «Τά Βυζαντινά τείχη τής Δράμας, έπιγραφικές μαρτυρίες», Βυζαντιακά, 11 (1991) 113, όπου δημοσιεύεται και κάτοψη τής Αγίας Σοφίας Δράμας.

4.Μαρμαράς μέ τήν έννοια του μαρμαρογλύφος βλ. Ν. Δρανδάκης, «Νικήτας μαρμαράς (1075)», Δωδώνη, 1 (1972) 19-44. Τό έπαγγελματικό έπώνυμο Μαρμαράς έμφανίζεται συχνά κατά τήν έποχή τών Παλαιολόγων, Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit, 7 (1985) 126-8.

5.Από τά τρία τρίβηλα τό δυτικό, πρός τόν νάρθηκα, εχει καταστραφεΐ μέ τήν άφαίρεση των κιόνων γιά διεύρυνση του ναού, δταν αυτός μετατράπηκε σε τζαμί (είκ. 6).

6.Βοκοτόπουλος, δ.π., σ. 126, Ν. Νικονάνος, Βυζαντινοί ναοί τής Θεσσαλίας άπό τό 10ο αιώνα ώς τήν κατάκτηση τής περιοχής άπό τούς Τούρκους τό 1393. Συμβολή στήν βυζαντινή άρχιτεκτονική, Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου άριθ. 26, ’Αθήναι 1979, σ. 152-3.


7.Βοκοτόπουλος, δ.π., σ.(ΐ27-8, δπου καί ή σχετική βιβλιογραφία. Νεώτερα: 'Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης: X. Μπακιρτζής, «Νεώτερες παρατηρήσεις στήν κτητορική έπιγραφή του τρούλλου τής 'Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης», Βυζαντινά, 11 (1982) 165-180. R. Cormack, «The apse mosaics of S. Sophia at Thessaloniki», Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας, περ. δ', 10 (1980-1981) 111-135. Κ. Theocharidou, The Architecture of Hagia Sophia, Thessaloniki, from its Erection up to the Turkish Conquest, BAR 399, 1989 (τέλη του 6ου - 620/630). Κοίμηση Κουντουριώτισσας Πιερίας: ΆρχαιολογικόνΔελτίον28 (1973): Χρονικά, σ. 489-492 (Ε. Τσιγαρίδας) καί Άρχαιολογικόν Δελτίον 29 (1973-1974): Χρονικά, σ. 759-764 (Π. Λαζαρίδης). Πύδνα-Κίτρος: Ε. Μαρκή, «Ό μεσοβυζαντινός ναός τής Πύδνας», Οί άρχαιολόγοι μιλούν γιά τήν Πιερία (1985), σ. 59-64. Τής Ιδίας, «Παρατηρήσεις στόν οικισμό τής άρχαίας Πύδνας», Μνήμη Δ. Λαζαρίδη: Πόλις καί χώρα στήν άρχαία Μακεδονία καί Θράκη, Πρακτικά Αρχαιολογικού Συνεδρίου, Καβάλα 9-11 ΜαΓου 1986, Έλληνο- γαλλικές "Ερευνες 1, Θεσσαλονίκη 1990, σ. 45-56. Τής ιδίας, «’Ανασκαφές βυζαντινής Πύδνας», Τό 'Αρχαιολογικό Έργο στή Μακεδονία καί Θράκη 2 (1988) 196.

8.Βοκοτόπουλος, ο.π., σ. 156.
9.Βοκοτόπουλος, ο.π., σ. 132, σημ. 2.
10. Ναοί του 4ου καί 5ου αί. εις Ch. Delvoye, «L’art paléochrétien de Chypre», XVe Congrès International d’Études Byzantines, Rapports et Co-rapports, V. Chypre dans le monde byzantine 4. L’ art paléochrétien de Chypre, Αθήνα 1976, σ. 12. Παραδείγματα καί έκτός Κωνσταντινουπόλεως σέ καθολικά βυζαντινών μονών τής Κύπρου εις A. Papageorghiou, «L’ architecture de la période byzantine à Chypre», XXXII Corso di Cultura sulI’Arte Ravennate e Bizantina, Ραβέννα 1985, σ. 330.