Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

Οι κλεμμένοι κώδικες της Μητροπόλεως Δράμας.

του Βασ. Πασχαλίδη.
Το παλαιό Επισκοπείο Δράμας βρίσκονταν, όπως είναι γνωστό. σημείο, όπου άρχισε να κτίζεται ο νέος μητροπολιτικός ναός από το έτος 1965.

Στο κτίριο του Επισκοπείου αυτού φυλάσσονταν όλοι οι κώδικες της Μητροπόλεως Δράμας, που, όπως ήταν φυσικό, αποτελούσαν την ζωντανή ιστορία της πόλεως.

Υπήρχαν οι κώδικες αντιγραφής της αλληλογραφίας των μητροπολιτών με το Πατριαρχείο, με την τουρκική διοίκηση, με άλλους μητροπολίτες, με διαπρεπείς Έλληνες ομογενείς του εξωτερικού και με τους εκκλησιαστικούς παράγοντες.

Επίσης υπήρχαν οι κώδικες των πρακτικών των συνεδριάσεων της δημογεροντίας Δράμας, της Εφορείας των Εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, των διαφόρων επιτροπών και συμβουλίων.

Επίσης υπήρχε μεγάλος αριθμός κωδίκων των πράξεων του οικογενειακού, κληρονομικού, ενοχικού και εμπράγματου δικαίου, που αφορούσαν την ζωή την οικογενειακή και περιουσιακή κατάσταση των Ελλήνων που ζούσαν πόλη στα χρόνια της τουρκοκρατίας (γεννήσεις, βαπτίσεις, θάνατοι, γάμοι προικοσύμφωνα, πωλητήρια, ομόλογα δανείων, διαθήκες κ.α.).

Όλοι αυτοί οι κώδικες, που περιέκλειαν στις σελίδες τους την ζωντανή ιστορία του Ελληνισμού της Δράμας έχουν διαρπαγεί από τους Βούλγαρους κατά το έτος 1917.

Ο σκοπός της διαρπαγής αυτής ήταν προφανής. Οι Βούλγαροι δεν επιθυμούσαν να υπάρχουν γραπτά στοιχεία και αποδείξεις που να φανερώνουν την ελληνική παρουσία στη περιοχή αυτή.



Ο μητροπολίτης Δράμας Αγαθάγγελος αναφέρει βέβαια ότι οι Βούλγαροι εκτός από τοις κώδικες της Μονής της Εικοσιφοινίσσης είχαν λεηλατήσει την ίδια εποχή και το αρχείο της Μητροπόλεως Δράμας, όμως παραλείπει να σημειώσει πόσους και ποιους κώδικες πήραν οι Βούλγαροι μαζί τους.

Στην διαρπαγή αυτή των κωδίκων της Μητροπόλεως, όπως συνέβη το ίδιο και με την λεηλασία των κωδίκων της Εικοσιφοινίσσης, πρωτοστάτησε ο Βλαδίμηρος Σις που είχε εμφανισθεί ως αρχαιολόγος, βουλγαρικής υπηκοότητας και αυστριακής καταγωγής.


Την ίδια εποχή φαίνεται ότι οι Βούλγαροι αφήρεσαν και το αρχείο του Ελληνικού Υποπροξενείου στην Καβάλα όπως προκύπτει από ορισμένα έγγραφα του Υπουργείου Εξωτερικών Ελλάδος, που είχαν σταλεί στο Υποπροξενείο Καβάλας, και βρίσκονται καταχωρημένα σε βουλγαρικό βιβλίο του 1918, όπως θα δούμε παρακάτω

Δεν γνωρίζουμε ακόμη και σήμερα πόσους και ποιους κώδικες αφαίρεσαν οι Βούλγαροι από τη Μητρόπολη Δράμας.
Ένας απ' αυτούς, που έχει μεγάλη ιστορική αξία και είχε διαρπαγεί τον είχαν εντοπίσει το 1905 παλαιότεροι ερευνητές, βρέθηκε πριν από αρκετά χρόνια1 στην Βιβλιοθήκη Κυρίλλου και Μεθοδίου της Σόφιας, με αριθμ. καταλόγου 41.

Επίσης, ένας κώδικας του Μητροπολίτη Δράμας Θεοδούλου, βρίσκεται στο Παρίσι και ορισμένοι άλλοι στη Μόσχα, Βιέννη κ.ο.κ.

Πιστεύουμε ότι όλοι αυτοί οι κώδικες προέρχονται από το αρχείο της Μητροπόλεως Δράμας, που έχει διαρπαγεί από τους Βουλγάρους στα 1917.

Πολλούς από τους κώδικες αυτούς διάφοροι επιτήδειοι κατόρθωσαν να τους πουλήσουν με αδρά ποσά σε ξένες βιβλιοθήκες και σε πλουσίους συλλέκτες.

Επίσης, πρέπει ορισμένοι κώδικες, ελάχιστοι πάντως, να βρίσκονται και σε χέρια Ελλήνων, οι οποίοι κατά διάφορα χρονικά διαστήματα της τελευταίας περιόδου της τουρκοκρατίας και αργότερα τους έχουν οικειοποιηθεί.

Από τους κώδικες της Μητροπόλεως που πρέπει να βρίσκονται σε διάφορες βιβλιοθήκες της Βουλγαρίας, έχουμε εντοπίσει ακόμη ορισμένους.

Αναφέρονται σε βιβλίο που το κυκλοφόρησαν στα 1918 δύο Βούλγαροι συγγραφείς στην Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας.

Έτσι, μας παρέχεται η δυνατότητα τώρα να παρουσιάσουμε ορισμένους από τους κώδικες αυτούς, αντλώντας τα πλήρη στοιχεία τους από την παραπάνω βουλγαρική έκδοση.
Το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού αποτελείται από κείμενα της αλληλογραφίας των Μητροπολιτών Δράμας, που είναι παρμένα από τους αντίστοιχους κώδικες που απαριθμούνται σε χρονολογική τάξη, κάτω από κάθε κειμένη.


Επίσης, στο περιεχόμενο του βιβλίου ανήκουν και έγγραφα από την επίσημη αλληλογραφία του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος με το Υποπροξενείο της Ελλάδος στην Καβάλα και ορισμένα άλλα επίσημα έγγραφα, για τα οποία θα μιλήσουμε αργότερα σε άλλη ευκαιρία.

Οι δύο Βούλγαροι συγγραφείς αποκαλύπτουν με το βιβλίο τους αυτό, ποιοί είναι οι συγκεκριμένοι κώδικες της Μητροπόλεως Δράμας, που βρίσκονται από το έτος 1917 στην Βουλγαρία και τους οποίους κατονομάζουν και απαριθμούν.


Οι συγκεκριμένοι αυτοί κώδικες της Μητροπόλεως Δράμας είναι οι πιο κάτω:

1. Κώδιξ της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας 1862-1901.
2. Βιβλίον αντιγραφής της Μητροπόλεως Δράμας από 16 Απριλίου 1891 μέχρι 12 Ιουνίου 1892.
3. Βιβλίον αντιγραφής της Μητροπόλεως Δράμας από 25 Αυγούστου 1902 μέχρι 3 Σεπτεμβρίου 1905.
4. Βιβλίον αντιγραφής της Μητροπόλεως Δράμας από 21 Ιουλίου 1902 μέχρι 18 Μαρτίου 1903.
5. Βιβλίον αντιγραφής της Μητροπόλεως Δράμας από 14 Δεκέμβριοι 1902 μέχρι 18 Οκτωβρίου 1903.
6. Βιβλίον αντιγραφής της Μητροπόλεως Δράμας από 30 Οκτ. 1903 μέχρι 24 Αυγούστου 1904.
7. Βιβλίον αντιγραφής της Μητροπόλεως Δράμας από 25 Αυγούστου 1902 μέχρι 3 Σεπτεμ. 1905.
8. Βιβλίον αντιγραφής της Μητροπόλεως Δράμας από 25 Αυγούστου 1904 μέχρι 21 Ιουνίου 1905.
9. Κώδιξ πρακτικών των Γενικών Συνελεύσεων και των τριών Κοινοτικών Σωματείων.
10. Βιβλίον αντιγραφής της Μητροπόλεως Δράμας από 22 Ιουλίου 1906 μέχρι 18 Αυγούστου 1907.
11. Βιβλίον αντιγραφής της Μητροπόλεως Δράμας από 23 Αυγούστου 1908 μέχρι 28 Ιανουαρίου 1909.
12. Βιβλίον αντιγραφής της Μητροπόλεως Δράμας από 29 Ιανουαρίου μέχρι 2 Ιουλίου 1909.

Οι Βούλγαροι συγγράφεις παραθέτουν στο βιβλίο τους ορισμένα μόνο κείμενα από τους παραπάνω κώδικες. Τα κείμενα που παραθέτουν έχουν επιλεγεί από τους ίδιους τοις συγγραφείς. Το υπόλοιπο περιεχόμενο τους δεν μας είναι γνωστό.
Πάντως πρέπει να έχει σημαντική ιστορική αξία, γιατί αναφέρεται στα κρισιμότερα χρόνια του Ελληνικού αγώνα ενάντια στον βουλγαρικό επεκτατισμό.


Νομίζουμε ότι έχουν μεγάλη υποχρέωση η πολιτεία, τα πνευματικά ιδρύματα και σωματεία της χώρας
αλλά και η Μητρόπολη Δράμας
και ο Δήμος Δράμας να μεριμνήσουν για την επιστροφή των χειρόγραφων αυτών κωδίκων στον τόπο από τον οποίο έχουν λεηλατηθεί.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. Παπάζογλου, Γεώρ.: Ένα χειρόγραφο ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ Κύριλλου και Μεθοδίου της Σόφιας από τη Δράμα, Μακεδόνικα 22 (19821 29-40
2. Πασχαλίδη, Βασ.: Η επιστροφή σπανίων χειρογράφων ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 7.8. Φεβρουαρίου 1988. Επίσης, ιδίου. Η παλιά Μητρόπολη Δράμας. Μ ΗΣ 1980 σσ. 247-250.
3. Γεωργήεφ, I.- Σίσκωφ, Σ.: Οι Βούλγαροι της Δράμας. Ζίχνης. Καβάλας, Πραβίου και Καρλικόβης. Φιλιππούπολη, 1918 (Βουλγαρικά).

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Δράμα στις αρχές του 19ου αιώνα: Το Σαράϊ του Δράμαλη.



Μαχμούτ Πασάς-Δράμαλης
Έχει σημειωθεί κι αλλού πως η πόλη την εποχή της Τουρκοκρα­τίας αποτελούσε αξιόλογο διακομιστικό κέντρο στρατιωτικών δυνάμεων. 

Ιδιότητα δυσανάλογα μεγάλη για μια μικρή χωριατούπολη. Διέθετε στρα­τηγική θέση για την εκτεινόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία της εποχής εκείνης προς την Ευρώπη μέχρι την Αλβανία και το Βελιγράδι.



του Βασίλη Γ. Χατζηθεοδωρίδη

Από την Κωνσταντινούπολη ως τη Θεσσαλονίκη, η Δράμα και οι Σέρρες
 συγκεντρώνουν το στρατιωτικό ενδιαφέρον των σουλτάνων, χωρίς φυ­σικά να μπορούν να συγκριθούν με τη Λάρισα και τα Ιωάννινα από την άποψη αυτή. Εκεί βρίσκονται, όπως και στη Θεσσαλονίκη ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις σε σταθερή και μόνιμη βάση, συνδυασμένες με ανάλογα κέντρα εκπαί­δευσης στην τέχνη του πολέμου, έτοιμες να επέμβουν, σε περίπτωση που χρειαστεί, στις βορειοδυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας.


Στη βόρειακεντρική πόλη, ανάμεσα στα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, ξεχωρι­στή οικοδομική ευπρέπεια συνόδευε τα σπίτια των αξιωματούχων που ήταν συ­γκεντρωμένοι στην περιοχή αυτή.
Ως τις αρχές του αιώνα και ειδικότερα ως το 1913, οι Έλληνες δεν κυκλοφορούν με ευκολία και άνεση γύρω από την περιοχή των δικαστηρίων, δυτικά ως το παλιό «Τσάι», την σημερινή οδό 29ης Μαΐου και το Ορφανοτροφείο και ανατολικά ως την Αγία Τριάδα.
Εξαίρεση αποτελούσαν οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι πρόκριτοι, οι δημογέροντες, οι μεγάλοι έμποροι και γενικά οι Έλληνες που έπαιζαν κάποιο σημαντικό ρόλο στην κοινωνική ζωή του τόπου. Σε κάθε περίπτωση μια έντονη αίσθηση στρατιω­τικής και διοικητικής ασφυξίας περιέβαλε του χριστιανούς.
Ανάμεσα στα κτίρια που δέσποζαν στο χώρο ξεχώριζε και το παλάτι του Μαχμούτ Πασά, του γνωστού ως Δράμαλη. 

Τόσο στη δική του όσο και στην εποχή του γιου του Ταχήρ Ομέρ Μπέη, μέχρι πριν από το θάνατό του το 1885, το σαράι στο τέλος της οδού Μ. Αλεξάνδρου, δεξιά, αποσπούσε πάντα την προσοχή των περα­στικών.
Η πρώτη επίσημη επικοινωνία με τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας, αρχίζει στην Έκτη Τάξη του δημοτικού σχολείου, η οποία μεταξύ άλλων παραπέμπει με το δι­κό της τρόπο και στο όνομα Δράμαλης.
 Παρεμβαίνει στην ιστορική μας μνήμη με δυο βασικές όψεις.

 Με την όψη του μεγάλου πολέμαρχου στην αρχή και του μεγά­λου ηττημένου στο τέλος της σύντομης ζωής του Μαχμούτ Πασά του.
 Για τους Δραμινούς όμως ο Δράμαλης, πατέρας και γιος, πέρασαν με τον καιρό από την ιστορία στο θρύλο.
Το σπίτι τους μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του Εξήντα φάνταζε γεμάτο επιβλητικότητα και μυστήριο.

Προσπαθούσε ν’ αντισταθεί στο χρόνο και την εγκατάλειψη.
Ο 18ος αιώνας βρήκε την οικογένεια Δράμαλη να πλουτίζει από την παραγωγή και το μεγάλο εμπόριο ρυζιού, λιναριού και άλλων προϊόντων.

Λίγο πριν από την ελληνική Επανάσταση βρέθηκε με σουλτανικό φιρμάνι διοικητής πολυάριθμων στρατιωτικών δυνάμεων στη Λάρισα, χωρίς να χάσει τη θέση του Ναζίρη στο με­γάλο σατζάκι της Δράμας., που τροφοδοτούσε με ιππικό της Δράμας, πεζικό της Δράμας και της Κορμίστας και μπαρούτι της Ελευθερούπολης όλο σχεδόν τον ση­μερινό ελληνικό χώρο, μέχρι τα Ιωάννινα και την Πελοπόννησο.
175 χρόνια μετά το θάνατό του στην Κόρινθο από τη στενοχώρια και τα βόλια του υψηλού πυρετού, εξακολουθεί να επιβιώνει ιδιαίτερα στη συλλογική μνήμη του Δραμινού λαού, σαν σύμβολο απρόβλεπτης ανθρώπινης μοίρας που κυμαίνεται ανάμεσα στα πάντα και στο τίποτε, την ύπαρξη και την ανυπαρξία.
Από την ομηρία στα χαρέμια του σουλτάνου Σελήμ του Γ' ως τη χλιδή και την πολυτέλεια του φημισμένου πασά της Δράμας και της Λάρισας με τους 20.000 στρατιώτες, πέρασε μόλις στα 42 του χρόνια στην πολεμική ταπείνωση και τον άσφαιρο θάνατο.
Ο γιος του Ταχήρ Ομέρ Μπέης κληρονόμησε την οικονομική δύναμη του πατέρα του, όπως πήγαζε από τα μεγάλα ιδιωτικά τσιφλίκια τα μαγαζιά και τα σπίτια στη Δράμα, μαζί με την επίζηλη εύνοια των ισχυρών της Πύλης που άντεξε ως το 1913.
Το παλάτι του στη Δράμα, έστω και σαν σημάδι παρακμής, ασκούσε για τους μα­θητές, μέχρι και μετά το Μεγάλο Πόλεμο κάποια ανέκφραστη γοητεία και ένα αί­σθημα δέους, ανακατεμένο με τη μαγεία της δύναμης και του μυστηρίου.
Συνήθως τις εορταστικές ημέρες της παλιγγενεσίας και μετά την παρέλαση μι­κρές και μεγάλες ομάδες παιδιών του γυμνασίου ανηφόριζαν την Μ. Αλεξάνδρου, για να ατενίσουν τ’ απομεινάρια σύμβολα της μεγάλης Οθωμανικής Αυτοκρατο­ρίας στα κτίσματα της περιοχής, ανάμεσα στα οποία ξεχώριζε και το σπίτι του γνωστού τους από την ιστορία, Δράμαλη.
Ακόμη και σήμερα στη θέα του χώρου για τους γνωρίζοντες την ιστορία, κάποια μορφή παραίσθησης παραπέμπει στο ζοφερό καιρό της μόνιμης ασθένειας της πό­λης από το οθωμανικό άσθμα.
Μια αίσθηση δύσπνοιας, βηματισμοί αλόγων και φεσοφόρων ιππέων πιέζουν τα στήθη περισσότερο σ’ αυτή την στρατοκρατούμενη περιοχή της πόλης.
Παραγγέλματα αξιωματούχων και σκιές υπηρετών ανακατεύο­νται άτακτα στη φαντασία μαζί με τα τσιφτετέλια και τους ανατολίτικους μουσι­κούς ρυθμούς που βγαίνουν από τα ευρύχωρα χαρέμια. Σειρές από πεντζερέδες, οντάδες και πανέμορφες χανούμισσες, ντυμένες στο χρυσάφι και το μετάξι.

Και χί­λιες δυο μυρουδιές από φαγητά και γυναικεία αρώματα, βγαλμένα από τα μισόκλειστα πεντζούρια και φτάνουν με το κατάλληλο αεράκι ως τους στρατώνες με τους δυο χιλιάδες στρατιώτες.
Όμως οι «μεγάλοι» λεωφόροι της ζωής των ισχυρών, των φημισμένων, των ξα­κουστών έχουν κι αυτοί τα δικά τους στενά, τα δικά τους Δερβενάκια...

Ειδικότερα οι πασάδες και οι μπέηδες συχνά δεν απέφυγαν τα «στενά» του ολέ­θρου.
Δυστυχώς οι διαδοχικοί πόλεμοι και οι μεταπολεμικές περίοδοι από το 1913 ως το 1950, υποχρέωναν κράτος και λαό σε αγώνα επιβίωσης που στερούσε τη δυνα­τότητα για αρχιτεκτονικές και αισθητικές παρεμβάσεις με προαπαιτούμενο κάποιο οικονομικό επίπεδο ζωής.
Στοιχειώδεις προϋποθέσεις για μια οικοδομική ανασυγκρότηση, αφιερωμένη στην οικιστική ιστορία, τέχνη και πολιτισμό, αρχίζουν να εμφανίζονται ουσιαστι­κά μετά το 1965.
 Οι αρμόδιες υπηρεσίες κινητοποιήθηκαν και στη Δράμα και από τις αρχές του 1970 εγκρίθηκε ο νέος οικοδομικός κανονισμός, όπου ενσωματώθη­καν και διατάξεις για χαρακτηρισμό διατηρητέων κτισμάτων και για επισκευή, συ­ντήρηση αναπαλαίωσή τους κλπ.
Ήταν όμως ήδη πολύ αργά για ένα αριθμό σημαντικών για τη φυσιογνωμία της πόλης κτισμάτων, με την έννοια ότι οι δαπάνες αναπαλαίωσης και ανακαίνισης, όπως ειπώθηκε, καταντούσαν οικονομικά ασύμφορες, αφού χρειαζόταν διπλάσια και τριπλάσια χρήματα από του να στηθούν στη θέση τους «σύγχρονες» τσιμεντοδομές.
Σε μερικά στενά της πόλης το τοπίο προκαλεί έντονα αισθήματα απογοήτευσης και εγκατάλειψης. Οι σωροί από ερείπια θυμίζουν τάφους σε κοιλάδες ελεφάντων.

 Η θέα τους αφήνει στο λαιμό ένα κόμπο και στο στόμα μια πίκρα κινίνου.
Φυσικά, ακατόρθωτο δεν ήταν.
Αν δινόταν και στη Δράμα κίνητρα σαν αυτά που δόθηκαν σε ανατολικότερες πρωτεύουσες νομών, θα είχαν περισωθεί πολλά πολύ­τιμα κτίσματα που χάθηκαν και θα ελπίζαμε ότι δεν θα καταρρεύσουν και τα λίγα (περί τα 35-40) που απομένουν.
Θα ήταν άδικο όμως ν’ απαριθμούνται μόνο οι αρνητικές όψεις αυτής της πο­λυπρόσωπης πόλης. Γιατί εκτός από τα στενά και φιδωτά σοκάκια που δεν είναι άλλο από τις ρυτίδες μιας πολύχρονης κυρίας, έχει κι αυτή πολλά φυσικά και τε­χνητά στολίδια.
Αρκετά από τα στενά της μεταμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια σε γραφικούς πεζόδρομους, στολισμένους με παραδοσιακά κεφαλόβρυσα, με πάρκα, με πλακό­στρωτα χρωματιστά με γήινα χρώματα και χώρους πρασίνου.
Για τους ρομαντικούς ανθρώπους και τους λάτρες της ιστορίας και της Τέχνης υπάρχει ακόμη και ένας μικρός αριθμός από ανακαινισμένα κτίσματα για να βυ­θίζουν τη σκέψη τους σ’ έναν αλλοτινό τρόπο ζωής και σκέψης.
Σ’ ένα κόσμο που φεύγοντας άφησε πίσω του τη γεύση του παλιού χειροποίητου κρασιού.
Να! Σαν τις λίγες οπτικές εικόνες οικιστικής νοσταλγίας που σκαρφαλώνουν ακόμη με πείσμα στα βράχια της βόρειας πλαγιάς, πάνω από την Αγία Βαρβάρα, ως την οδό Βενιζέλου.

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Οι εμπορικές σχέσεις Δράμας και Βιένης (Wien) στις αρχές του 19ου αιώνα.

Εμπόριο βαμβακιού μεταξύ Δράμαλη και Σίνα το 1821
 και δήμευση της αξίας του το 1823 μετά τη μάχη στα Δερβενάκια το 1822.
Μαχμούτ Πασάς-Δράμαλης
 του ΒΑΣ. Κ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ


Ο Μαχμούτ πασάς επιλεγόμενος και Δράμαλης γεννήθηκε στην Δράμα γύρω στα 1780.
 Ο πατέρας του Σαλήχ Δερέμπεης της Δράμας δηλητηριάσθηκε στην πόλη αυτή το 1809 από πράκτορες του σουλτάνου Μαχμούτ Β’1
Ο Δράμαλης που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη όπου φοιτούσε σε στρατιωτική σχολή αναγκάσθηκε να επιστρέψει στην Δράμα και να εγκατασταθεί σ' αυτήν ως στρατιωτικός διοικητής.
 Η έκταση των τσιφλικιών του ήταν απέραντη κατελάμβανε ολόκληρη την πεδιάδα της Δράμας και των Φιλίππων και έφθανε ανατολικά μέχρι τον Νέστο και δυτικά μέχρι την Ζίχνη και τον Θόλο.2 Οι εκτάσεις των
σημερινών χωριών Καλού Αγρού, Φωτολίβους, Μαυρολεύκης, Νεροφράκτη, Αγίου Αθανασίου, Νέας Αμισού, Μαυροβάτου κ.ά. ανήκαν στον ίδιο. Η παραγωγή του ήταν κυρίως βαμβάκι, ρύζι, καπνός.
Τον Μάιο 1820 ανέλαβε την διοίκηση του σαντζακίου Λαρίσης 3 και έλαβε μέρος στις επιχειρήσεις κατά των Ελλήνων στην Θεσσαλομαγνησία και κατά του Αλή Πασά.

Τον Ιούνιο 1822 διορίσθηκε βαλής του Μωριά και ταυτόχρονα διατάχθηκε να εκστρατεύσει στη νότια Ελλάδα και να καταπνίξει την ελληνική επανάσταση.
 Στις 5 Ιουλίου πέρασε τον Ισθμό της Κορίνθου4.
Η εκστρατεία του αυτή όμως είχε τραγικό τέλος.

 Ο στρατός του καταστράφηκε εντελώς στα Δερβενάκια στις 25-28 Ιουλίου 1822 και ο ίδιος τελικά πέθανε από ασθένεια στην Κόρινθο στις 26 Οκτωβρίου 1822 τα δε παιδιά του Ταχήρ και Ραούλ πληροφορήθηκαν τον θάνατο του στην Δράμα αργότερα.5


Ο Δράμαλης κατά το διάστημα της απουσίας του από την Δράμα (Μάϊος 1820- Οκτώβριος 1822) αρκετές φορές επισκέφθηκε την πατρική γη όπου είχε το χαρέμι και τους συγγενείς του και περισσότερο ότι έπρεπε να παρακολουθεί την πορεία της παραγωγής και της διάθεσης των προϊόντων του από την καλλιέργεια των τσιφλικών.

Είναι εξακριβωμένο ότι τον Μάϊο 1821 βρισκόταν στην Δράμα από την οποία φαίνεται πως
έστειλε εμπορική επιστολή στην Βιέννη.6
Επίσης ο Δράμαλης πρέπει να επισκέφθηκε την Δράμα και κατά τους μήνες από τον Φεβρουάριο μέχρι και τον Μάϊο 1822. 7


Τα τσιφλίκια του Δράμαλη στην περιοχή της Δράμας απόδιδαν σημαντικές ποσότητες από βαμβάκι, ρύζι και καπνό. 

Κατά τον 18ο αιώ. και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώ. η ποσοτική καλλιέργεια του βαμβακιού βρισκόταν στην πρώτη σειρά της παραγωγικής διαδικασίας σε σύγκριση με τα άλλα προϊόντα.
Η καλλιέργεια του καπνού άρχισε να ανεβαίνει και να περνά την παραγωγή του βαμβακιού μόλις από τα μέσα του 19ου αιώ. και εφεξής και έφθασε η συνολική παραγωγή του μόνο στον καζά Δράμας στην ίδια περίοδο τα 4.500.000-5.000.000 λίτρα.8
Ο Δράμαλης διέθετε τα προϊόντα του και κυρίως το βαμβάκι είτε στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας είτε στο εξωτερικό.
Η μεταφορά του βαμβακιού που συσκευαζόταν σε κασόνια γινόταν οδικά με καραβάνια από άλογα, μουλάρια και καμήλες στις αγορές της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης.
Η διάθεση του βαμβακιού σε εμπορικό οίκο της Βιέννης που ανήκε στην ελληνική οικογένεια των Σίνα ακολουθούσε το δρομολόγιο Δράμα, Ζίρνοβο (=Κ.Νευροκόπι), Νευροκόπι, Ρασλόγκ και έφθανε στην Βιέννη μέσα από την σημερινή Βουλγαρία και Ρουμανία. 


Σίνας Σίμων
Διαπιστώνεται από τις πηγές ότι η οικογένεια Δράμαλη είχε σημαντικές εμπορικές συναλλαγές με τον οίκο Σίμωνα Σίνα και Σία της Βιέννηςπου ιδρύθηκε το 1798 9 και αργότερα από το 1802 με τον οίκο Σίμωνα Γ. Σίνα 10.

Από το έτος 1803 ο πατέρας Σίμων Σίνας έκανε γενικό και απόλυτο πληρεξούσιο του τον γιο του Γεώργιο Σίνα ο οποίος τελικά μετά τον θάνατο του πατέρα του (23-7/3.8.1822) 11 συνέχισε τις εργασίες στις επιχειρήσεις του διατηρώντας τον τίτλο με το όνομα του Σίμωνα Σίνα.



Ο Δράμαλης από την πλευρά του είχε αναλάβει επίσης την οικονομική διοίκηση και διαχείριση μετά τον θάνατο του πατέρα του (1809) και φαίνεται ότι συνέχισε τις εμπορικές δοσοληψίες με τον οίκο Σίνα γιατί όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της από 17.5.1821 επιστολής του προς τον Σίνα διατηρούσε ειλικρινή φιλία και εμπιστοσύνη με τον Γεώργιο Σίνα που σήμαινε ότι αυτή θα είχε αναπτυχθεί ασφαλώς στο παρελθόν για πολλά χρόνια ανάμεσα στους δύο άνδρες. 12
Σίνας Γεώργιος


 Και φαίνεται ότι η φιλία αυτή ανάμεσα στους δύο άνδρες ήταν τόσο ισχυρή και δοκιμασμένη ώστε δεν διαλύθηκε ούτε και μετά την κήρυξη της επανάστασης από τους Έλληνες κατά των Οθωμανών το 1821 πρώτα στις Ηγεμονίες (Μολδαβία και Βλαχία) και έπειτα στην νότια Ελλάδα και διατηρήθηκε ακέραιη και φυσικά διακόπηκε μόνο με τον θάνατο του Δράμαλη στην Κόρινθο (26.10.1822).


Τον Μάιο 1821 ο Δράμαλης πρέπει να βρισκόταν στην Δράμα από την οποία φαίνεται ότι έστειλε στις 17 Μαΐου 1821 (έτος Εγίρας 1236) σχετική επιστολή στον Γεώργιο Σίνα (1783-1856) μεγαλέμπορο Έλληνα της Βιέννης ιδιοκτήτη του εμπορικού οίκου με την επωνυμία Σίμων Γ.Σίνας.13


Στην επιστολή του ο Δράμαλης αφoύ αναφέρει ότι στηρίζεται στην φιλία που υπάρχει μεταξύ τους και στην εμπιστοσύνη που τρέφει στο πρόσωπό του (του Γ.Σίνα) τον ειδοποιεί ότι του στέλνει 900 φορτία (κασόνια) βαμβάκι για να τα πουλήσει ο ίδιος σε οποιαδήποτε τιμή πώλησης που θα καθορίσει ο ίδιος και τα χρήματα που θα εισπράξει να τα στείλει στην Κωνσταντινούπολη ή να τα καταθέσει στην δική του τράπεζα. Στην επιστολή του ο Δράµαλης κατέληγε ότι θα πρέπει να περιµένει οδηγίες του σχετικά µε το ποσό που θα εισπράξει αν έπρεπε να το στείλει στην Κωνσταντινούπολη ή αν έπρεπε να το κρατήσει στην τράπεζά του και ότι περίµενε να δείξει (ο Γ.Σίνας) για τις εργασίες αυτές ζήλο και
ενέργεια.

Η διακίνηση της ποσότητος του βαµβακιού προς την Βιέννη από την Δράµα συνεχιζόταν από τον Μάϊο 1821 µέχρι το επόµενο έτος 1822. Στο διάστηµα αυτό ο Γεώργιος Σίνας παρέλαβε συνολικά 184.893 οκάδες βαµβάκι που είχε συνολική αξία 335.300 τουρκικές πιάστρες. Η εµπορική προµήθεια που θα έπρεπε να εισπράξει ο Σίνας ανέβαινε στις 10.059 τουρκικές πιάστρες.


Ο Δράµαλης δεν πρόλαβε να εισπράξει την αξία του βαµβακιού που πουλήθηκε από τον Σίνα γιατί στο µεταξύ µεσολάβησε η πανωλεθρία του τουρκικού στρατού στα Δερβενάκια και ο θάνατός του στην Κόρινθο στις 26 Οκτωβρίου 1822. 


Η Υψηλή Πύλη τον θεώρησε αποκλειστικά υπεύθυνο για την καταστροφή του οθωµανικού στρατού και διέταξε την δήµευση της περιουσίας του αλλά και γιατί η περιουσία των Τούρκων που κατέχουν αξιώµατα όταν πεθάνουν περιέρχεται στο δηµόσιο. 


Ανάµεσα στα περιουσιακά του στοιχεία που δηµεύθηκαν ήταν και η αξίωσή του από 335.300 τουρκικές πιάστρες κατά του Γεωργίου Σίνα (οίκος Σίµων Σίνας). 
Έτσι αποκλείσθηκαν από την κληρονοµία του οι νόµιµοι κληρονόµοι του και υπεισήλθε σ' αυτήν το οθωµανικό δηµόσιο. 

Το τουρκικό δηµόσιο µπήκε φυσικά ως διεκδικητής και στην αξίωσή του κατά του Σίνα και ως ήταν επόµενο άρχισε µια χρονοβόρα αλληλογραφία ανάµεσα στο οθωµανικό κράτος και στην Καγκελλαρία της 
Αυστρίας στην οποία αναγκάσθηκε να αναµιχθεί και ο Γεώργιος Σίνας.


Στις 26.10.1822 είχε πεθάνει ο Δράµαλης και στις 18 Μαρτίου 1823 η Υψηλή Πύλη έστειλε σχετικό έγγραφο για το ζήτηµα αυτό στον πρεσβευτή της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη ο οποίος στη συνέχεια και το διαβίβασε αµέσως µε την εισηγητική έκθεση του προς την Καγκελλαρία της Βιέννης. Στο έγγραφο αυτό 14 περιγράφεται το ιστορικό της υπόθεσης. 


Αναφέρεται ότι στις 17 Μαϊου 1821 ο µακαρίτης Δράµαλης Μαχµούτ πασάς όταν ακόµη ζούσε είχε στείλει στοv Τούρκο ραγιά και έµπορο Σίνα που κατάγεται από την Ρούµελη και είναι εγκαταστηµένος τώρα στην Βιέννη 
µε την µεσολάβηση του Καπάκογλου Χουσεϊν από την Προσοτσάνη που ανήκε δικαστικά στην Δράµα της Ρούµελης 3157 φορτοδέµατα (=µπάλλες) βαµβάκι καθαρό χωρίς κουκούτσια για πούληση. 
Στη συνέχεια αναφέρεται στο έγγραφο ότι ακολούθησε ταξίδι του Χουσεϊν στη Βιέννη στις 5 Μαϊου 1822 ο οποίος µετέφερε µε δικά του έξοδα στον Σίνα 184.893 1/2 οκάδες βαµβάκι και έλαβε απ' αυτόν ένα χρεώγραφο αξίας 95.800 βιεννέζικων νοµισµάτων που αντιστοιχούσαν µε 355.300 τουρκικές πιάστρες που θα εξοφλούνταν σε δύο δόσεις η µία στις 5.4.1823 και η δεύτερη στις 25.4.1823 και αφού δηµεύθηκαν η περιουσία και οι απαιτήσεις του Πασά που πέθανε στις οποίες περιλαµβάνονται και οι αξιώσεις του κατά του Σίνα πρέπει να καταβληθούν απ' αυτόν (τον Σίνα) και τα ποσά αυτά στο τουρκικό κράτος.


Ο αυστριακός πρεσβευτής Ottenfels στην Κωνσταντινούπολη στην έκθεση του 15 προς τον Μέττερνιχ αφού αναφέρεται στο ιστορικό της υπόθεσης απευθύνει την παράκληση να κληθεί και να ερωτηθεί ο έµπορος Σίνας για ποιο λόγο καθυστερεί τα οφειλόµενα ποσά στο τουρκικό κράτος καταλήγοντας "Πρέπει οπωσδήποτε να παρατηρήσω ότι η προθυµία που δείξαµε να προωθηθούν οι υποθέσεις µε γρήγορο ρυθµό βοήθησαν και στο να επιταχυνθούν διαδικασίες αυστριακών υπηκόων που σχετίζονται µε το οθωµανικό δηµόσιο".


Με άλλα λόγια δηλαδή ο πρεσβευτής τονίζει ότι πρέπει να εξυπηρετηθεί η Υψηλή Πύλη στα συµφέροντα της για να έχουµε το αντάλλαγµα στην εξυπηρέτηση των αυστριακών συµφερόντων στο οθωµανικό κράτος.

Κλέμενς Μέτερνιχ
Ο Μέττερνιχ αφού παρέλαβε την σχετική αλληλογραφία την παρέπεµψε στον υπουργό της Αστυνοµίας στις 15.10.1823 ο οποίος στην συνέχεια κάλεσε τον Σίνα για εξηγήσεις.

Στο σηµείωµα που κατάθεσε και υπόγραψε ο Σίνας στις 22.12.1823 εκθέτει µε λεπτοµέρεια το ιστορικό της υπόθεσης και παραθέτει τις νόµιµες αντιρρήσεις του ζητώντας εγγυήσεις από την Καγκελλαρία στην περίπτωση που οι κληρονόµοι του Μαχµούτ πασά θα διεκδικούσαν από τον ίδιο τα οφειλόµενα ποσά. Και θέτει στο υπόµνηµά του τέσσερα ασφαλιστικά µέτρα για την αντιµετώπιση του ζητήµατος τα οποία θα διασφάλιζαν τα συµφέροντα του εµπορικού οίκου Σίνα από τυχόν κινδύνους στην περίπτωση πληρωµής του χρέους στο τουρκικό δηµόσιο.
Τ α προφυλακτικά µέτρα που ζήτησε η επιχείρηση Σίνα στο υπόµνηµά της ήταν τα παρακάτω: 16
1. Να αναβληθεί η αποδοχή των πιστωτικών εγγράφων που εκδόθηκαν από τον οίκο Σ.Γ.Σίνα.
2. Να συνταχθεί γραπτά η διαδικασία της απόσβεσης των πιστωτικών εγγράφων µε την φροντίδα του δηµοσίου και την  µεσολάβηση της Καγκελλαρίας.
3. Να εκδοθεί δήλωση της Καγκελλαρίας µε την οποία να δεσµεύεται η ίδια ότι θα εγγυηθεί στον εµπορικό οίκο Σίνα για ενδεχόµενες χρηµατικές απώλειες ή ζηµιές που θα δηµιουργηθούν.
4. Να υπογραφεί δήλωση από τον φυσικό κληρονόµο του Μαχµούτ πασά ότι η πληρωµή των 335.300 πιάστρων πρέπει να γίνει οπωσδήποτε στο δηµόσιο.
Η υπόθεση δεν τελείωσε το 1823 αλλά συνεχίσθηκε µέχρι και το έτος 1826. Τελικά µετά από ορισµένες διατυπώσεις που προηγήθηκαν ο Γεώργιος Σίνας πλήρωσε στο τουρκικό κράτος τις οφειλόµενες 335.300 τουρκικές πιάστρες κάνοντας και την δήλωση ότι παραιτείται από το δικαίωµά του να παρακρατήσει από το ποσό αυτό την εµπορική προµήθεια που ανέβαινε στις 10.059 τουρκικές πιάστρες.17
Διαβάζοντας κανείς όλα τα έγγραφα της αλληλογραφίας στην υπόθεση αυτή είναι αναγκασµένος να κάνει εκτός από τις άλλες και τις παρακάτω πέντε διαπιστώσεις.

1. Ο Έλληνας µεγαλέµπορας της Βιέννης Γεώργιος Σίνας που είναι ο µεγάλος ευεργέτης της Ελλάδος µετά την απελευθέρωση (Ακαδηµία Αθηνών, Αστεροσκοπείο Αθηνών κ.ά.) διατηρούσε ειλικρινή φιλία µε τον Μαχµούτ πασά της Δράµας και είχε σηµαντικές εµπορικές και οικονοµικές συναλλαγές και κατά συνέπεια και οικονοµικά συµφέροντα στη Δράµα.
2. Οι διπλωµατικές και εµπορικές σχέσεις της Καγκελλαρίας της Αυστρίας µε την οθωµανική αυτοκρατορία ήταν πολύ καλές και η κάθε πλευρά προσπαθούσε να διευκολύνει και να εξυπηρετήσει τα συµφέροντα της άλλης και στην κατεύθυνση αυτή ασφαλώς  οδηγούσαν οι σχετικές οδηγίες του µισέλληνα Μέττερνιχ.

3.- Για τα συµφέροντα αυτά της οθωµανικής αυτοκρατορίας πιέσθηκε οπωσδήποτε ο Γεώργιος Σίνας να χαρίσει στο οθωµανικό κράτος και αυτήν την εµπορική του προµήθεια που δικαιούνταν να παρακρατήσει από την συνολική αξία του βαµβακιού.

4.- Την ποσότητα του βαµβακιού µετέφερε οδικά από την Δράµα στην Βιέννη ο µεταφορέας του (=καµηλιέρης) Καπάκ-ογλου Χουσεϊν από την Προσοτσάνη που πρέπει να ήταν άνθρωπος της απόλυτης εµπιστοσύνης του Μαχµούτ πασά, υπεύθυνος στις πωλήσεις και στις µεταφορές των προϊόντων του.

5.- Η δήµευση της περιουσίας του Μαχµούτ πασά και ο αποκλεισµός των κληρονόµων του από την κινητή και ακίνητη κληρονοµία του µετά τον θάνατό του στις 26.10.1822 και η υποκατάσταση σ' αυτήν του τουρκικού δηµοσίου είτε γιατί θεωρήθηκε ο ίδιος αποκλειστικά υπεύθυνος για την πανωλεθρία του οθωµανικού στρατού στα Δερβενάκια (άποψη µας) είτε γιατί προβλεπόταν από τον µουσουλµανικό νόµο (έγγραφα) δεν πρέπει να ήταν καθολική και απόλυτη. Το γεγονός ότι τα παιδιά του Ταχήρ και Ραούλ και αργότερα και ο εγγονός του οµώνυµός του Μαχµούτ µπέης που εγκατέλειψε την Δράµα το 1924 είχαν στην ιδιοκτησία τους µεγάλες εκτάσεις από τσιφλίκια και αστικά οικόπεδα και πολλά κτίσματα δημιουργεί την πεποίθηση ότι η δήμευση που επιβλήθηκε στην κληρονομιά του Μαχμούτ πασά από το τουρκικό κράτος ήταν μερική και περιορισμένη και μάλλον επιλεκτική από το τουρκικό δημόσιο.-


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΠΗΓΕΣ:
- Haus-, Hof- u.Staatsarchio (Wien). Staatskanzlei, Turkei VII, Karton 33 και 18.
- Haus-, Hof- und Staatsarchio (Wien). Staatskanzlei. Noten νοπ der Polizei-Hofstelle
Fasz.47.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1.Καπετανάκη- Ακρίτα, Νικ., Μαχμούτ πασάς Δράμαλης, Δράμα 1937, σ.59. Κων. Κούσουλα, Η καταστροφή του Δράμαλη, Αθήναι 1962, Ευαγ. Ζαμάνου, Η εκστρατεία του Δράμαλη Αθήνα 1984.
2.ο.π.σ.62
3.Βαρδουνιώτη, Δημ., Η καταστροφή του Δράμαλη, Τρίπολις 1913, σ.46,
ο.π., σ.55.
4.Καπετανάκη - Ακρίτα, Ν., ο.π., σ.89.
6.Βλέπ. την επιστολή του Μαχμούτ πασά στον Γεώργιο Σίνα στο παράρτημα αριθμ. 1. Η επιστολή ήταν συνταγμένη στα τουρκικά και παρατίθεται στα γερμανικά στο βιβλίο του Γεωργίου Λαϊου (σ.277-278, αριθ.24). Από τα γερμανικά την μετάφραση στα ελληνικά σε ελεύθερη απόδοση έκανε όπως και όλα τα άλλα έγγραφα (αριθ. 2,3,4) που περιλαμβάνονται στο παράρτημα η Κούλα Ναλτσατζιάδου-Τερζούδη την οποία ευχαριστώ και από την θέση αυτή.
7.Καπετανάκη-Ακρίτα, Νικ., ο.π., σ.63 και 66.
8.Βακαλοπούλου, Κων. Α., Οικονομική λειτουργία του μακεδονικού και θρακικού χώρου στα μέσα του 19ου αιώνα στα πλαίσια του διεθνούς εμπορίου, Θεσσαλονίκης 1980, σ.92,94
9.Λαϊου, Γεωρ., Σίμων Σίνας, Αθήνα 1972, σ.21.
10.ο.π., σ.26.
11.ο.π., σ.53.
12.Βλέπ. σημ. 6.
13.Βλεπ. σημ. 6.
14.Το έγγραφο στο παράρτηµα σε ελληνική µετάφραση µε αριθ. 2. Το γερµανικό κείµενο στο βιβλίο του Γεωρ. Λαϊου (σ.278, αριθ.25). Βλέπ. και σηµ. 6.
15.Την έκθεση του πρεσβευτή Ottenfels στα γερµανικά βλέπ. στο βιβλίο του Γεωρ. Λαϊου (σ.279-812, αΡΙθ.26). Την µετάφρασή της στα ελληνικά σε ελεύθερη απόδοση στο παράρτηµα, αριθ. 3. Βλέπ. και σηµ. 6.
16.Το υπόµνηµα του Γεωργίου Σίνα στα γερµανικά στο βιβλίο του Γεωρ. Λαϊου (σ.280- 283, αριθ. 27). Την µετάφραση στα ελληνικά σε ελεύθερη απόδοση στο παράρτηµα, αριθ. 4. Βλέπ. και σηµ. 6.
17.Λαϊου, Γεωρ., ο.π., σ.56

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1


(Επιστολή του Μαχµούτ πασά της Δράµας προς τον Γεώργιο Σίνα στην Βιέννη σχετικά µε την αποστολή βαµβακιού για πούληση).

Aufrichtiger, geehrter Freund, Kaufrnann Sina!

Χωρίς να αναµιχθεί ο Σίνα ο Παναγιώτης ή κάποιος άλλος και λαµβάνοντας υπόψει την φιλία που υπάρχει µεταξύ µας και την εµπιστοσύνη που τρέφω στο πρόσωπό σου πρέπει να θεωρείς σαν δική σου και όχι δική µου περιουσία τα 900 φορτία (κασόνια βαµβάκι). Την πούληση αυτών την αναθέτω στη δική σου φροντίδα.
Μόλις τα εµπορεύµατα φτάσουν µε το καλό και µε τη βοήθεια του Θεού εκεί στείλτα, µε το ίδιο δελτίο παραλαβής (εννοεί µάλλον τα φορτηγά ζώα) και µε το ίδιο δροµολόγιο πίσω και βιάσου να πεις την αξία τους.
Αυτή είναι η επιθυµία µου.
Ανεξάρτητα σε ποιο ποσό θα κυµανθεί το καθαρό κέρδος πρέπει να υπολογισθεί όχι σε Gulden (φιορίνια) αλλά σε τούρκικα. Πιάστρα και να µου ανακοινωθεί αν το ποσό σταλεί στην Κωνσταντινούπολη ή κρατηθεί από σένα. Θα σου το γράψω και σύµφωνα µε τις οδηγίες µου πρέπει να κινηθείς.
Περιµένω από σένα φίλε µου στις παρούσες εργασίες να δείξεις ζήλο και ενέργεια.
Στις πρώτες µέρες του Φεγγαριού
Redi-ul-ewweI 1236 (=17.5.1821)
(υπογ.) Μαχµούτ πασάς της Δράµας
(Κρατικά Αρχεία Βιέννης. Καγκελλαρία. Τουρκία VII. Χαρτόνι 33)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2


(Έγγραφο της Υψηλής Πύλης προς τον αυστριακό πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Ottenfels µε το οποίο ζητάει όπως ο Γεώργιος Σίνας πληρώσει την αξία του βαµβακιού σ' αυτήν µετά τον θάνατο του Δράµαλη).
Der Reis-Efendi an den Internuntius von Ottenfels.


Uebersetzung
Ο προηγούµενος διοικητής του Μοριά ο µακαρίτης Δράµαλης - Μαχµούτ πασάς όταν ακόµη ζούσε έστειλε στις 15 Schaban του 1236 (17 Μαϊου 1821) στον καταγόµενο από τη Ρούµελη αλλά στο εν τω µεταξύ εγκαταστηµένο στη Βιέννη Τούρκο ραγιά και έµπορα Σίνα µε τη µεσολάβηση κάποιου Καπάκογλου  Χουσείν από την Προσοτσάνη η οποία ανήκει δικαστικά στη Δράµα της Ρούµελης, 3.157 φορτοδέµατα καθαρό, δίχως κουκούτσια,
βαµβάκι για πούληση. Αυτός ο Χουσείν µετά ταξίδεψε ο ίδιος του στη Βιέννη στις 13 Schaban 1237 (5 Μαίου 1822), ανέλαβε τα µεταφορικά και όλα τα έξοδα και µετέφερε στον παραπάνω αναφερόµενο έµπορα 184.893 1/2 οκάδες βαµβάκι πήρε δε ένα χρεώγραφο από τον έµπορα δυνάµει του οποίου έπρεπε τα οφειλόµενα 95.800 βιεννέζικα Gulden τα οποία σύµφωνα µε την τότε τρέχουσα τιµή αντιστοιχούσαν σε 335.300 πιάστρα (3 1/2 πιάστρα Χ 1 Gulden) να εξοφληθούν σε δύο δόσεις δηλαδή η πρώτη στις 5.4.1823 και η δεύτερη στις 25.4.1823.
Εφ' όσον όµως µε το θάνατο του πιο πάνω αναφερόµενου πασά όλες οι απαιτήσεις, αγαθά και περιουσίες του ανήκουν στο δηµόσιο είναι επακόλουθο ότι συµπεριλαµβάνονται σ' αυτά και τα ποσά βαµβακιού που πρέπει να καταβληθούν από τον έµπορα Σίνα. Και ενώ έληγαν οι ηµεροµηνίες πληρωµής φρόντισε ο δεύτερος Σταυλάρχης ο οποίος είχε διοριστεί σε αυτή την υπόθεση υπεύθυνος διοικητής να ειδοποιήσει στις ανώτερες υπηρεσίες να εισπράξουν τα ποσά που αναφέρθηκαν.
Στις 8 Redscheb 1238 (18 Μαρτίου 1823)
(Κρατικά Αρχεία Βιέννης. Καγκελλαρία. Τουρκία VII, Χαρτόνι 18)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3
(Εισηγητική έκθεση του αυστριακού πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Ottenfels προς τον Μέττερνιχ για την ικανοποίηση της απαιτήσεως της Υψηλής Πύλης).
15. Υστερόγραφο 5 του βαρώνου Ottenfels ηµεροµηνίας 26 Μαρτίου 1823 στον ηγεµόνα Metternich όσον αφορά την απαίτηση του Δράµαλη-Μαχµούτ-πασά από κάποιον ευρισκόµενο στη Βιέννη ραγιά ονόµατος Σίνα. Επειδή δεν υπάρχει τουρκικός εµπορικός φορέας στην Βιέννη αποτάθηκε σε µένα η υπηρεσία µε την παράκληση να εκµεταλλευτεί την
καλοπροαίρετη υψηλότητά σου για να δοθεί κάποιο τέλος έτσι ώστε να ικανοποιηθεί η απαίτηση για την απόκτηση κάποιας δηµόσιας περιουσίας από κάποιον τούρκο υπήκοο και έµπορα που βρίσκεται στη Βιέννη.
Το αντικείµενο για το οποίο πρόκειται είναι το εξής: Οταν ο µέχρι τώρα διοικητής του Μοριά Δράµαλης-Μαχµούτ-πασάς πριν από 4 µήνες περίπου πάλευε µε το θάνατο έλαβε γνώση η κυβέρνηση από τα χαρτιά της κληρονοµιάς του ίδιου ότι ο Μαχµούτ-πασάς είχε να παίρνει από τον στην Βιέννη βρισκόµενο ραγιά Σίνα 95.800 Gulden ή σε 335.300 τουρκικά
πιάστρα που οι ηµεροµηνίες πληρωµής ή είχαν ήδη περάσει ή σε πολύ λίγο διάστηµα θα περνούσαν.
Επειδή ως γνωστό κληρονόµος της περιουσίας µουσουλµάνων που δουλεύουν σε κρατικές υπηρεσίες είναι το δηµόσιο έτσι αυτό όχι µόνο διεκδίκησε όλα τα υπάρχοντά του αλλά και ό,τι ο Μαχµούτ πασάς είχε να παίρνει (από άλλους).
Σύµφωνα µε την επιθυµία του Αφέντη Reίs-Εφέντη τολµώ να εκφράσω την παράκληση όπως η Υψηλότητά σας να αρχίσει την διαδικασία έτσι ώστε ο παραπάνω αναφερόµενος έµπορας να κληθεί και να ανακριθεί για ποιο λόγο δεν πληρώνει τα καθυστερηµένα χρέη που οφείλει στον Δράµαλη Μαχµούτ Πασά και αν εξακριβωθεί ότι είναι πράγµατι έτσι να γίνουν οι σχετικές διαδικασίες ώστε να καταβληθεί το ποσό στο (τουρκικό) δηµόσιο. Για τον σκοπό της διαδικασίας αυτής υποβάλω συννηµένα το γνήσιο ντοκουµέντο του Reis - Efendi καθώς επίσης και τη µετάφραση του ντοκουµέντου.
Πρέπει οπωσδήποτε να παρατηρήσω ότι η προθυµία που δείξαµε να προωθηθούν οι υποθέσεις µε γρήγορο ρυθµό βοήθησαν και στο να επιταχυνθούν διαδικασίες αυστριακών υπηκόων που σχετίζονταν µε το οθωµανικό δηµόσιο.
(υπογρ.) Ottenfels
(Κρατικά Αρχεία Βιέννης. Καγκελλαρία. Τουρκία VII, Χαρτόνι 18)
Συνεχίζεται

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 4
(Υπόµνηµα του Γεωργίου Σ.Σίνα προς το Υπουργείο Αστυνοµίας σχετικά µε την οφειλή του προς τον Δράµαλη)
Beilage

Ο υπογεγραµµένος έµπορος της επιχείρησης Σ.Γ.ΣΙΝΑ δηλώνει µε τιµή ότι ναι µεν είναι χρεωµένος στον µακαρίτη Μαχµούτ Πασά της Δράµας Μακεδονίας µε το ποσό των 335.300 πιάστρων αλλά ότι µπορεί να καθυστερήσει την εξόφληση µέχρις ότου δεν κατακρατηθούν τα χρεωστικά που του εκδόθηκαν ad cassadum ή µέχρις ότου του
εξασφαλιστεί κάποια άλλη εγγύηση όσον αφορά την µεταβιβαζόµενη πληρωµή στο ανώτερο µεγαλοπρεπές δηµόσιο για µελλοντικές ζηµιές και επιπτώσεις, πράγµα για το οποίο η εµπορική επιχείρηση έχει δικαίωµα σύµφωνα µε το αντίστοιχο νόµο του Κρατικού Κώδικα, παράγρ. 1428. Η εµπορική επιχείρηση Σ.Γ.Σίνα εξέδωσε 2 έγγραφα αναφερόµενα στο χρέος προς τον Μαχµούτ πασά της Δράµας και µάλιστα το ένα από κάθε άποψη ισχύον για αρχικό πιστωτικό 95.800 Gulden (Cοuνentiοns-νόµισµα) και το δεύτερο λεγόµενο αλλαγής χρέους έγγραφο ή επιστολή σύµφωνα µε το οποίο το αρχικό χρέος των 95.800 Gulden (νόµισμα Cοuνentiοn) µετατρέπεται σε τούρκικα πιάστρα υπολογιζόµενα προς 3 1/2 πιάστρα το ένα Gulden και το οποίο διαµορφώθηκε στο ποσό των 335.300 πιάστρων τούρκικων επί 40 pav το ένα. Και τα δύο αυτά έγγραφα γράφτηκαν από την εµπορική επιχείρηση του Simon Georg Sina και κατέληξαν στον πιστωτή µας Μαχµούτ πασά της Δράµας και µπορούν να παραδοθούν στο ανώτατο µεγαλοπρεπές δηµόσιο χωρίς κίνδυνο διπλής πληρωµής έναντι µιας δικής του απλής απόδειξης ή παραµερισµό των δύο εκδοθέντων πιστωτικών εγγράφων ή τουλάχιστον του πρώτου αρχικού εκδοθέντος πιστωτικού εγγράφου για το ποσό των 95.800 Gulden 20 Groschen δηλ. για το σηµαντικό ποσό των 335.300 πιάστρων.
Η υπογραφόµενη εµπορική επιχείρηση Simon G.Sina έλεγξε µε επιµέλεια και τα δύο έγγραφα που του δόθηκαν δηλαδή την δήλωση του κυρίου Munzmardein µε ηµεροµηνία "Κωνσταντινούπολη 10.9.1823" όπως και το έγγραφο που απευθυνόταν στην υψηλότητα κύριο Intemuntius µε ηµεροµηνία 25.8.1823 µεταφρασµένα και τα δύο στα γερµανικά, και
διαπίστωσε ότι ούτε αυτά ούτε οι βεβαιώσεις  του τουρκικού κράτους του προσέφεραν ασφάλεια εν όψει µελλοντικών ζηµιών και προβληµάτων γιατί ως γνωστό σύµφωνα µε το νόηµα αυτών των ντοκουµέντων το τουρκικό δηµόσιο, έχει το δικαίωµα να απαιτήσει και να εισπράξει αυτά που όφειλε ο εµπορικός οίκος Simon G.Sina στον µακαρίτη Πασά της
Δράµας. Να απαιτήσει δηλαδή το ποσό των 335.300 πι άστρων εµφανιζόµενο σαν κληρονόµος του πασά της Δράµας.

Προτείνει ως εκ τούτου τα ακόλουθα προφυλακτικά µέτρα στην περίπτωση που το δηµόσιο επιµείνει στην πληρωµή:

1.         Την αναβολή αποδοχή των πιστωτικών εγγράφων του Simon G.Sina.
2.         Να ορισθεί γραπτώς η διαδικασία απόσβεσης των πιστωτικών εγγράφων την οποία πρέπει να φροντίσει (να κάνει) το δηµόσιο διά µέσου της Καγκελαρίας.
3.         Την έκδοση µιας δήλωσης της Καγκελαρίας σύµφωνα µε την οποία δεσµεύεται η ίδια να εγγυηθεί στον εµπορικό οίκο Simon G.Sina για ενδεχόµενες χρηµατικές απώλειες ή ζηµιές οι οποίες θα δηµιουργηθούν σε περίπτωση που δεν παραµερισθούν προσωρινά τα πιστωτικά έγγραφα.
4.         Την δήλωση του φυσικού κληρονόµου του Μαχµούτ - Πασά της Δράµας ότι η εξόφληση του ποσού των 335.300 πιάστρων πρέπει να γίνει οπωσδήποτε στο (τουρκικό) δηµόσιο.
Το πρώτο προφυλακτικό µέτρο φαίνεται να είναι πιο ευνοϊκό για τον Simon Sina γιατί δεν υπάρχει φόβος ούτε εδώ (στην Βιέννη) ούτε στην Τουρκία να διεκδικήσει κανείς το ποσό αυτό.
Το δεύτερο προφυλακτικό µέτρο είναι η σύνταξη του κειµένου της απόσβεσης του χρέους την οποία ο εµπορικός οίκος σύµφωνα µε το νόµο δικαιούται.
Το τρίτο µέτρο θα ήταν η παραχώρηση µιας δήλωσης από την πλευρά της
Καγκελλαρίας που θα καθησύχαζε εντελώς τον οίκο S.G.Sina.
Τέλος το τέταρτο λιγότερο προφυλακτικό µέτρο θα ήταν µία δήλωση των
κληρονόµων του Μαχµούτ την οποία εύκολα θα µπορούσε να αποσπάσει το (τουρκικό) δηµόσιο και η οποία θα καθησύχαζε τον οίκο Simon G.Sina. Παρόλα αυτά όµως δεν θα εξασφάλιζε στον Sina απόλυτη σιγουριά γιατί ακόµη και µετά το θάνατο του Μαχµούτ θα µπορούσε ένας τρίτος ακόµη εκτός από τους απογόνους του να διεκδικήσει το ποσό των 335.300 πιάστρων και να τον πιέσει µε βία σύµφωνα µε τους τούρκικους νόµους να πληρώσει Μένουν λοιπόν σαν πιο ευνοϊκά τα τρία πρώτα προφυλακτικά µέτρα.
Αν ο εµπορικός οίκος S.G.Sina δεν είχε εµπορικές συναλλαγές µε την Τουρκία δεν θα χρειαζόταν τόση προσοχή. Επειδή όµως δυστυχώς εκ πείρας είναι γνωστό ότι στην Τουρκία δεν ισχύουν οι ίδιοι νόµοι που ισχύουν στη Μακεδονία και πολύ συχνά αυτοί λειτουργούν για το δικό τους συµφέρον είναι δυνατόν κάποιος κάτοχος ενός από τα πιστωτικά ή και κάποιος γιος του Μαχµoύτ να απαιτήσει από µένα το ποσό και να µε στείλει για δικαίωση στις κρατικές υπηρεσίες όπου δεν πρόκειται να δικαιωθώ γιατί θα µου λείπουν τα µέσα προστασίας µου. Γι' αυτό είµαι πρόθυµος να πληρώσω το ποσό των 335.300 πιάστρων αν κατοχυρωθώ από αυτά τα δυσάρεστα επακόλουθα.
Μετά από αυτή την ειλικρινή περιγραφή, η διεύθυνση της Αστυνοµίας δεν θα πρέπει να δυσαρεστηθεί µε τον εµπορικό οίκο Simon G.Sina αν αυτός αρνηθεί να πληρώσει σε µία ξένη χώρα ένα τόσο σημαντικό ποσό δίχως να λάβει κάποιες προφυλάξεις για τις οποίες έχει το νόμιμο δικαίωμα.
Βιέννη 22 Δεκεμβρίου 1823
[Εμπορικός Οίκος] Σίμων Γ. Σίνας
(υπογ)  Γεώργιος Σ. Σίνας
Από την υπηρεσία επιβεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής του Σίνα.
Βιέννη 22 Δεκεμβρίου 1823 (υπογραφή)
(Κρατικά Αρχεία Βιέννης. Καγκελλαρία. Υπουργείο Αστυνομίας. Φ. 47)

Πηγή: Πρωινός Τύπος.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

ΣΤΟΝ ΠΟΝΤΟ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΑ!! ΒΙΝΤΕΟ!!


Αναδημοσίευση από entopios.gr

Μπορεί οι περισσότεροι νεοέλληνες να γνωρίζουν ελάχιστα ή να αγνοούν παντελώς την αρχαία μορφή της ελληνικής γλώσσας, όχι όμως και οι Έλληνες του Πόντου.
Σύμφωνα με παλαιότερο δημοσίευμα του βρετανικού Independent, περίπου 5.000 άνθρωποι φαίνεται ότι μιλούν μία διάλεκτο που πλησιάζει εκπληκτικά στην αρχαία ελληνική γλώσσα.
Ας παραβλέψουμε ότι ξέχασαν οι Βρετανοί μερικά μηδενικά στο «5.000» και να μείνουμε στο ότι όπως επισημαίνουν ειδικοί γλωσσολόγοι μέσω αυτής της μορφής της γλώσσας μπορούν να εξάγουν πολύ σημαντικά συμπεράσματα για τη γλώσσα του Σωκράτη και του Πλάτωνα, καθώς και το πώς αυτή εξελίχθηκε.
Οι γλωσσολόγοι διαπίστωσαν ότι η διάλεκτος, Romeyka, μια ποικιλία από ποντιακά ελληνικά, έχει δομικές ομοιότητες με την αρχαία ελληνική που δεν παρατηρούνται σε άλλες μορφές της γλώσσας που ομιλείται σήμερα. Επίσης η Romeyka παρουσιάζει και πολλές ομοιότητες με το αρχαίο λεξιλόγιο.
Όπως λέει η λέκτορας Φιλολογίας Ιωάννα Σιταρίδου του Πανεπιστημίου του Cambridge, η χρήση του απαρεμφάτου έχει χαθεί στα νέα ελληνικά. Όμως, στα Romeyka έχει διατηρηθεί. Είναι προφανές ότι οι ομιλητές αυτής της διαλέκτου είναι οι απευθείας απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων που ζούσαν κατά μήκος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας από τον 6ο ή 7ο αιώνα π.Χ., όταν η περιοχή αποικίστηκε αρχικά.
Δείτε το βίντεο
ΠΗΓΗ: elnewsgr.blogspot.gr

Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Εφημερίδες της Δράμας στην βιβλιοθήκη της Βουλής (1914-1960)


ΤΟΥ ΒΑΣ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ
 
sarosi_00Στα 1960 κυκλοφόρησε από τον τότε διευθυντή της Βουλής Γεώργιο Μάγερ το βιβλίο του η «Ιστορία του ελληνικού τύπου».

Στο αρχείο της βιβλιοθήκης της Βουλής υπάρχουν 21 τίτλοι εφημερίδων της Δράμας για το διάστημα από το έτος 1914 ως το έτος 1960, που εκδόθηκε το βιβλίο του Γ. Μάγερ. Στο διάστημα αυτό (1914-1960) δεν κυκλοφόρησαν μόνο 21 εφημερίδες αλλά συνολικά 42 τίτλοι εφημερίδων.

sarosi_01






Οι 21 εφημερίδες που υπάρχουν στο αρχείο της βιβλιοθήκης της Βουλής είναι οι παρακάτω:
1.ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 1914
2.ΝΕΑ ΔΡΑΜΑ 1917
3.ΠΡΟΟΔΟΣ 1925-1927
4.ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ 1924
5.ΕΝΩΣΙΣ 1924
6.ΑΓΩΝ 1925-1927
7.ΦΑΡΟΣ 1928-1929
9.ΝΕΟΣ ΟΡΙΖΩΝ 1927-1928
10.ΚΕΡΒΕΡΟΣ 1927-1928
11.ΠΡΩΙΑ 1933-1941
12.ΛΑΪΚΗ ΦΩΝΗ 1932

sarosi_03



13.ΠΡΩΙΝΑ ΝΕΑ 1939-1940
14.ΘΑΡΡΟΣ 1925
15.ΠΡΩΙΝΟΣ ΤΥΠΟΣ (1951 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ)
16.ΕΜΠΡΟΣ 1935-1936
17.ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ 1935
18.ΤΗΛΕΓΡΑΦΟΣ ΑΝΑΤ. ΘΡΑΚΗΣ 1935
19.ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ 1943
20.ΦΑΡΟΣ 1955
21.ΝΕΟΣ ΔΡΟΜΟΣ
 
Οι εφημερίδες που δεν υπάρχουν στο αρχείο της βιβλιοθήκης της Βουλής είναι οι παρακάτω 21 εφημερίδες:


1.ΔΡΑΜΑ 1915
2.ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ 1915
3.ΠΡΩΙΑ 1915
4.ΝΕΣΤΟΣ 1916
5.ΣΑΛΠΙΓΞ 1920
6.ΕΘΝΙΚΗ 1921
7.ΚΗΡΥΞ 1913
8.ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ 1947
9.ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 1924
10.ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΗΡΥΞ 1926
11.ΓΛΩΣΣΑ 1925
12.ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΝΕΑ 1929
13.ΑΓΡΟΤΙΚΗ 1929
14.Ο ΧΡΟΝΟΣ
15.ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ 1930
16.ΕΘΝΙΚΗ ΙΔΕΑ 1924
17.ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΑΣ 1946-1947
18.ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΙΣ 1949-1955
19.ΝΕΟΛΟΓΟΣ 1937
20.ΑΣΤΡΑΠΗ 1936
21.ΑΚΡΙΤΑΣ 1957
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.Μάγερ Γ., Ιστορία του ελληνικού τύπου, 1913-1960, Αθήνα 1960
2.Πασχαλίδης Β., Οι εφημερίδες της Δράμας (1913-1980), ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ του Σφενδόνη, έτους 1982
3.Πασχαλίδης Β., Ιστορία του Δραμηνού Τύπου (1913-1960), Ανέκδοτη.

Παρασκευή 6 Ιουλίου 2012

Το εν Δράμα Καπνολογικόν Ινστιτούτον Ελλάδος 1930-1992


ΙΔΡΥΣΗ - ΟΡΓΑΝΩΣΗ - ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Του Βασίλειου Κ. Πασχαλίδη.
Η παραγωγή του καπνού στην περιοχή του Σαντζακιού Δράμας είχε λάβει αυξητικές τάσεις από το έτος 1850 και εφεξής. 
Η παραγωγή είχε αυ­ξηθεί κυρίως στα τελευταία είκοσι χρόνια της τουρκοκρατίας για να φθά- σει στα 1910 σε μια παραγωγική έκρηξη. 
Η παραγωγική αυτή λειτουργία ήταν επόμενο να διευρύνει την τάξη των καπνεμπόρων στην Δράμα, να κτισθούν νέα και μεγαλύτερα «καπνομάγαζα» και να απασχοληθούν περισ­σότεροι τεχνίτες και εργάτες στην διαδικασία επεξεργασίας των καπνών. 
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εξαγωγή των καπνών στο εξωτερικό και φυ­σικά δημιουργούσε τις ευνοϊκές συνθήκες για την οικονομική ανάπτυξη της πόλεως και την ευημερία των κατοίκων της. 

Στην αλματώδη αυτή αύ­ξηση της εμπορικής διαδικασίας του καπνού συνέβαλε κυρίως το λιμάνι της Καβάλας αλλά και η σιδηροδρομική σύνδεση της Δράμας το 1895 με την γραμμή Θεσσαλονίκης - Κωνσταντινουπόλεως.

Η παραγωγή του καπνού στο Σαντζάκι της Δράμας είχε ως προέλευση τον καζά της Γενησέας με 24 πεδινές και 28 ορεινές καπνικές περιοχές, τον καζά του Σαρή - σαμπά (= Χρυσούπολης) με 13 πεδινές και 20 ορεινές καπνικές περιοχές. Τον καζά του Πραβίου με 9 καπνικές περιοχές, τον καζά Καβάλας και τον καζά της Δράμας με 28 πεδινές και 35 λοφώδεις και 25 ορεινές καπνικές περιοχές.1
Η συνολική παραγωγή του καπνού στα χρόνια 1867 και 1868 στον καζά της Δράμας ανέβηκε σε ετήσια βάση στα 4.500.000 μέχρι 5.000.000λίτρα και η ποιότητά τους είχε τις τουρκικές ονομασίες «μπασή μπαγλή» και «μπασμάς». Η τιμή του κατά “λίτρο ήταν αρκετά ανεβασμένη και έφθανε από 4,5 μέχρι 7,5 παράδες.2

Το 1910 τα μεγαλύτερα καπνοπαραγωγικά κέντρα του Καξά Δράμας ήταν η Χωριστή με 200.000 οκάδες, το Δοξάτο με 400.000 οκάδες, η Προ- σοτσάνη με 200.000 οκάδες και η Αλιοτράτη με 100.000 οκάδες καπνού.3

Τους ανθρώπους που απασχόλήθηκαν το 1910 με την αγορά των κα­πνών και την επεξεργασία τους στις ιδιόκτητες ή ενοικιαζόμενες καπναπο­θήκες, βρίσκει κανείς στον παρακάτω πίνακα.4

Η εταιρεία Ιωάννη Αντωνίου και Σία
Η εταιρεία Βασ. Γρηγοριάδη και Σία 
Α Πορτοκάλογλου 
Ρετζέπ εφέντης 
Μιχαήλ Φέσσας
 Ναξή Γεώργεφ 
Χουνσή Οσμάν 
Νικ. Παρμενίδης 
Παντζίκης και Κουγιουμτξής 
Μ. Πορτοκάλογλου 
Αδελφοί Κ. Φέσσα 
Δημ. Δαβέλλας 
Αλεξ. Μιχαηλίδης

Η επεξεργασία των καπνών απασχόλησε τότε πολλούς τεχνίτες και ερ­γάτες οι οποίοι μάλιστα είχαν ιδρύσει και ισχυρό συνδικάτο για την προά­σπιση των εργατικών συμφερόντων τους. 5 

Ο αριθμός των τεχνικών και των εργατών που εργάζονταν τότε στην πόλη της Δράμας είχε ανεβεί στους 5.000, ενώ στην Ξάνθη 6.000 και στην Καβάλα 16.000.6 

Ο μεγάλος αριθ­μός των καπνεργατών που απασχολούνταν στην Καβάλα οφείλόταν στο γεγονός ότι η πόλη αυτή είχε αναπτυχθεί στο σημαντικότερο κέντρο του καπνεμπορίου στην Ανατολική Μακεδονία και για τον λόγο αυτό είχαν συ­γκεντρωθεί εκεί και εργάτες από άλλες περιφέρειες (λ,χ. Χωριστή) στην επεξεργασία των καπνών.